παροτρύνω: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(3b) |
(nl) |
||
Line 22: | Line 22: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παροτρύνω:''' (ῡ) побуждать, подстрекать (τινά NT и τινὰ πρός τι Luc.). | |elrutext='''παροτρύνω:''' (ῡ) побуждать, подстрекать (τινά NT и τινὰ πρός τι Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρ-οτρύνω aanmoedigen, ophitsen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 528] wozu antreiben, ermuntern; in tmesi bei Ppind., ἐμὲ δ' ὦν πὰρ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν, Ol. 3, 38; παροτρύνεις με πρὸς τὸν λόγον Luc. Tox. 35, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παροτρύνω: παρακινῶ, παρορμῶ, μετ’ ἀπαρ., πὰρ θυμὸν ὀτρύνει φάμεν Πινδ. Ο. 3. 68, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 35. 2) ἰατρ. παροξύνω, διεγείρω, Ἱππ. 654. 41.
French (Bailly abrégé)
exciter : τινα πρός τι, qqn à qch.
Étymologie: παρά, ὀτρύνω.
English (Strong)
from παρά and otruno (to spur); to urge along, i.e. stimulate (to hostility): stir up.
English (Thayer)
1st aorist παρωτρυνα; (ὀτρύνω to stir up (cf. παρά, IV:3)); to incite, stir up: τινα, Pindar Ol. 3,68; Josephus, Antiquities 7,6, 1; Lucian, deor. concil 4.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω
αρχ.
(ως ιατρ. όρος) μετατοπίζω («ἱκανὴ τὰς ὑστέρας παροτρῡναι ἤν ἔχωσί τι φλαῡρον» — ικανή να μετακινήσει τις μήτρες αν έχουν κάποια αδυναμία, Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀτρύνω «παρακινώ»].
Greek Monotonic
παροτρύνω: μέλ. -ῠνῶ, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
παροτρύνω: (ῡ) побуждать, подстрекать (τινά NT и τινὰ πρός τι Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-οτρύνω aanmoedigen, ophitsen.