περιαγωγεύς: Difference between revisions
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιᾰγωγεύς:''' έως ὁ ворот (для вращения) Luc. | |elrutext='''περιᾰγωγεύς:''' έως ὁ ворот (для вращения) Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιαγωγεύς -έως, ὁ [περιάγω] marit., windas, lier. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 1 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A windlass, Luc.Nav.5.
German (Pape)
[Seite 568] ὁ, der Herumführende; auch eine Maschine zum Umdrehen, Luc. navig. 5.
Greek (Liddell-Scott)
περιᾰγωγεύς: ὁ, μηχανή τις πρὸς περιστροφὴν χρήσιμος, ἡ δι’ ἧς ἀνασύρεται ἡ ἄγκυρα, κοινῶς «μποζεργάτης», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
machine pour faire tourner, treuil.
Étymologie: περιάγω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μηχανή την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για ανέλκυση τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ-αγωγεύς, παρ-αγωγεύς].
Greek Monotonic
περιᾰγωγεύς: ὁ, εργάτης για την περιστροφή της άγκυρας, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιᾰγωγεύς: έως ὁ ворот (для вращения) Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιαγωγεύς -έως, ὁ [περιάγω] marit., windas, lier.