πολύχειρ: Difference between revisions
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολύχειρ:''' χειρος adj.<br /><b class="num">1)</b> многорукий (π. καὶ [[πολύπους]] [[Ἐρινύς]] Soph.; [[πολύπους]] καὶ π. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> располагающий большим войском (π. καὶ πολυναύτας, sc. [[Ξέρξης]] Aesch.). | |elrutext='''πολύχειρ:''' χειρος adj.<br /><b class="num">1)</b> многорукий (π. καὶ [[πολύπους]] [[Ἐρινύς]] Soph.; [[πολύπους]] καὶ π. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> располагающий большим войском (π. καὶ πολυναύτας, sc. [[Ξέρξης]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> with [[many]] hands, [[many]] handed, Soph.<br /><b class="num">2.</b> with [[many]] men, Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 10 January 2019
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ,
A with many hands, many-handed, Ἐρινύς S.El.488 (lyr.), Arist. Pol.1281b6. II with a large band of soldiers, A.Pers.83 (lyr.); π. δύναμις Heraclit.All.25.
German (Pape)
[Seite 676] ὁ, ἡ, vielhändig; Aesch. Pers. 83; καὶ πολύπους Ἐρινύς, Soph. El. 480.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς χεῖρας, Σοφ. Ἠλ. 488, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 2. ΙΙ. ὁ ἔχων μέγα σῶμα στρατιωτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
1 aux nombreuses mains;
2 pourvu d’une armée nombreuse.
Étymologie: πολύς, χείρ.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά χέρια, πολύχειρος
αρχ.
αυτός που έχει πολυάριθμο σώμα στρατιωτών («πολύχειρ δύναμις», Ηράκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χειρ (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. εκατόγ-χειρ].
Greek Monotonic
πολύχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ,·
1. αυτός που έχει πολλά χέρια, σε Σοφ.
2. αυτός που αποτελείται από πολυάριθμο σώμα στρατιωτών, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πολύχειρ: χειρος adj.
1) многорукий (π. καὶ πολύπους Ἐρινύς Soph.; πολύπους καὶ π. Arst.);
2) располагающий большим войском (π. καὶ πολυναύτας, sc. Ξέρξης Aesch.).
Middle Liddell
πολύ-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,
1. with many hands, many handed, Soph.
2. with many men, Aesch.