πολυσύλλαβος: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυσύλλᾰβος:''' многосложный (ὀνόματα Luc.). | |elrutext='''πολυσύλλᾰβος:''' многосложный (ὀνόματα Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυσύλλαβος -ον [πολύς, συλλαβή] met veel lettergrepen, polysyllabisch. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A polysyllabic, D.H.Comp.11, Luc. Nec.9.
German (Pape)
[Seite 674] vielsylbig; Luc. Necyom. 9; Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσύλλαβος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς συλλαβάς, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, Λουκ. Νεκυομ. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
formé de plusieurs syllabes, polysyllabique.
Étymologie: πολύς, συλλαβή.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. (κυρίως για λέξη) αυτός που σύγκειται από πολλές συλλαβές.
επίρρ...
πολυσυλλάβως ΝΜΑ
με πολλές συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. μονο-σύλλαβος].
Greek Monotonic
πολῠσύλλᾰβος: -ον (συλλαβή), πολυσύλλαβος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πολυσύλλᾰβος: многосложный (ὀνόματα Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυσύλλαβος -ον [πολύς, συλλαβή] met veel lettergrepen, polysyllabisch.