ποταμοφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(4)
(nl)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ποτᾰμοφόρητος:''' уносимый течением реки NT.
|elrutext='''ποτᾰμοφόρητος:''' уносимый течением реки NT.
}}
{{elnl
|elnltext=ποταμοφόρητος -ον [ποταμός, φορέω] door de rivier meegevoerd
}}
}}

Revision as of 08:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμοφόρητος Medium diacritics: ποταμοφόρητος Low diacritics: ποταμοφόρητος Capitals: ΠΟΤΑΜΟΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: potamophórētos Transliteration B: potamophorētos Transliteration C: potamoforitos Beta Code: potamofo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A carried away by a river, Apoc.12.15, PMag.Par.1.876, Cyran.39; γῆ π. PStrassb.5.10 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 688] vom Flusse getragen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμοφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ ποταμοῦ παραφερόμενος, παρασυρόμενος, Ἀποκάλ. ιβ΄, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
emporté par le fleuve.
Étymologie: ποταμός, φορέω.

Spanish

llevado por el río

English (Strong)

from ποταμός and a derivative of φορέω; river-borne, i.e. overwhelmed by a stream: carried away of the flood.

English (Thayer)

ποταμοφορητου, ὁ (ποταμός and φορέω; like ἀνεμοφορητος (cf. Winer s Grammar, 100 (94))), carried away by a stream (i. e. whelmed, drowned in the waters): Hesychius under the word ἀπόερσε.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το ρεύμα του ποταμού
2. φρ. «ποταμοφόρητος γη» — προσχωσιγενής περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φορητός (< φορώ < φέρω), πρβλ. ναυσι-φόρητος].

Greek Monotonic

ποτᾰμοφόρητος: -ον, αυτός που μεταφέρεται μακριά από τον ποταμό, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμοφόρητος: уносимый течением реки NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταμοφόρητος -ον [ποταμός, φορέω] door de rivier meegevoerd