συνεγκλίνω: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεγκλίνω''': [ῑ], [[κλίνω]] ἢ [[κάμπτω]] [[πρός]] τι [[ὁμοῦ]], ἴδε [[συνεκκλίνω]]. ΙΙ. [[γράφω]] [[ὁμοῦ]] ὡς ἐγκλιτικόν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 11· συνεγκλιτικός, ή, όν, Α. Β. 1142. | |lstext='''συνεγκλίνω''': [ῑ], [[κλίνω]] ἢ [[κάμπτω]] [[πρός]] τι [[ὁμοῦ]], ἴδε [[συνεκκλίνω]]. ΙΙ. [[γράφω]] [[ὁμοῦ]] ὡς ἐγκλιτικόν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 11· συνεγκλιτικός, ή, όν, Α. Β. 1142. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:24, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], in Pass.,
A collapse completely, D.S.3.26. II Act., write as an enclitic, Sch.Th.1.11: hence συνεγκλῐτικός, ή, όν, enclitic, Hdn.Gr.1.551, cf. AB1142.
German (Pape)
[Seite 1010] mit od. zugleich einbiegen, neigen. – Bei den Gramm. = als Encliticum mit zurückgeworfenem Accent schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
συνεγκλίνω: [ῑ], κλίνω ἢ κάμπτω πρός τι ὁμοῦ, ἴδε συνεκκλίνω. ΙΙ. γράφω ὁμοῦ ὡς ἐγκλιτικόν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 11· συνεγκλιτικός, ή, όν, Α. Β. 1142.
Greek Monolingual
Α
1. γράφω ως εγκλιτικό
2. μέσ. συνεγκλίνομαι
κλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγκλίνω / -ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»].
Russian (Dvoretsky)
συνεγκλίνω: (ῑ) Diod. v. l. = συνεκκλίνομαι.