τήθη: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τήθη:''' и [[τηθή]] ἡ бабка, бабушка Arph., Plat. etc. | |elrutext='''τήθη:''' и [[τηθή]] ἡ бабка, бабушка Arph., Plat. etc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τήθη]], ἡ,<br />a [[grandmother]], Ar., Plat., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 9 January 2019
English (LSJ)
(sts. written τηθή; the Ion. voc. τῆθα, Sch.Il.3.130, prob. belongs to this word), ἡ,
A grandmother, Ar.Ach.49, Lys.549, And.1.128, Pl.R.461d, Is.3.23, IG22.1534.229, D.57.20 (v.l. τιτθῆς, -ῇ), Men.532.4 (τιθή codd.), Hierocl.p.61 A. (τιτθαί, τίθαι, τίτθαι codd.), Lib.Or.25.47 (vv. ll. τήτθη, τίθη), Thom.Mag.p.359 R. (τίθη codd. and prob. Thom.); title of play by Diphilus, IG22.2363.35: τίθη λέγεται ἡ μάμμη, τίτθη ἡ βυζάστρια, τιθήνη ἡ τροφός Ps.-Hdn.Gr. post Moer.p.479 P., cf. Ptol.Asc.p.394 H., etc. II nurse; τῆ, ὅθεν καὶ τήθη ἡ λέγουσα δέξαι, θήλασον" Sch.Il.14.219, cf. Sch.Ar. Lys.549; but this is an error, the word for nurse being τίτθη (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1105] ἡ, auch τηθή, wie τίτθη (Wutzel θα), – 1) die Amme, Sp. u. VLL. – 2) die Großmutter; Ar. Ach. 49 Lys. 549; Andoc. 1, 128; πάππους τε καὶ τηθάς, Plat. Rep. V, 461 d, wo v. l. τίτθας ist; Sp., wie Plut. Symp. 8, 9. – Beide Wörter, τήθη u. τίτθη, werden oft verwechselt, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 256 u. Lob. zu Phryn. 134, der in der ersten Bdtg immer τἰτθη oder τιτθή schreiden u. τήθη oder τηθή nur in der Bdtg Großmutter gelten lassen will; s. auch Mein. Men. 190.
Greek (Liddell-Scott)
τήθη: (ἐνίοτε φέρεται τηθή, κακῶς ὅμως καθ’ Ἡρῳδιαν. Α΄, 311, 29), ἡ, μάμμη, προμήτωρ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 49, Λυσ. 549, Ἀνδοκ. 17. 1, Πλάτ. Πολ. 461D, Ἰσαῖ. 40. 16, κλπ. ΙΙ. = τίτθη, τροφός, πιθανῶς ὅμως, πανταχοῦ ὅπου ἡ σημασία αὕτη ἀπαιτεῖται, γραπτέον τίτθη, ἐπειδὴ αἱ δύο αὗται λέξεις διηνεκῶς ἐναλλάσσονται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Meineke εἰς Μένανδρ. 190 (Ἄδηλ. 3. 4), Λοβ. εἰς Φρύν. 134, Γ. Ν. Χατζιδάκιν πν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 698· - οὕτω, τιτθεύεται διορθοῦται ὑπὸ Βεκκήρου ἀντὶ τηθεύεται ἐν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 2, 27.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. τηθή.
Greek Monolingual
και τηθή, ἡ, ΜΑ και ιων. τ. τῆθα, Α
1. γιαγιά (α. «Λυσαρέτης τῆς ἐμῆς τήθης», Δημοσθ.
β. «πάππους τε καὶ τηθάς», Πλατ.)
2. τροσός, παραμάνα («τῇ ὅθεν καὶ τήθη ἡ λέγουσα "δέξαι, θήλασον"», Σχόλ.Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη, για ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με διπλασιασμό ενός θ. θη- (θη-θη) και ανομοίωση του πρώτου δασέος συμφώνου, η οποία μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα dhē- / dhē dhē-, ηχομιμητική λ. του παιδικού λεξιλογίου (πρβλ. αρχ. σλαβ. dědŭ «πρόγονος», ρωσ. ded «παππούς», λιθουαν. dẽde «θείος»). Στην ίδια οικογένεια ανήκει πιθ. και η λ. θεῖος].
Greek Monotonic
τήθη: ἡ, γιαγιά, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
τήθη: и τηθή ἡ бабка, бабушка Arph., Plat. etc.
Middle Liddell
τήθη, ἡ,
a grandmother, Ar., Plat., etc.