τραπεζεύς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρᾰπεζεύς:''' έως adj. m кормящийся с домашнего стола, т. е. домашний (κύνες Hom.).<br />έως ὁ прихлебатель, парасит Plut.
|elrutext='''τρᾰπεζεύς:''' έως adj. m кормящийся с домашнего стола, т. е. домашний (κύνες Hom.).<br />έως ὁ прихлебатель, парасит Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰπεζεύς, έως, ὁ, [from [[τράπεζα]]<br />at, of a [[table]], κύνες τραπεζῆες (ionic for τραπεζεῖσ) dogs fed from [[their]] [[master]]'s [[table]], Hom.
}}
}}

Revision as of 02:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραπεζεύς Medium diacritics: τραπεζεύς Low diacritics: τραπεζεύς Capitals: ΤΡΑΠΕΖΕΥΣ
Transliteration A: trapezeús Transliteration B: trapezeus Transliteration C: trapezeys Beta Code: trapezeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A at, of a table, in Hom. always κύνες τραπεζῆες dogs fed from their master's table, Il.22.69, 23.173, Od.17.309:—τραπεζῆται in Ibyc.60; cf. τραπεζίτης 111.    II parasite, Plu.2.50c; Ἅιδου τ. Aristias Trag.3.

German (Pape)

[Seite 1134] ὁ, am Tische, zum Tische gehörig; κύνες τραπεζῆες, Tisch- od. Haushunde der Reichen, die ins Speisezimmer kommen durften; Il. 22, 69. 23, 173 Od. 17, 309; Aristias bei Ath. XV, 686; τραπεζήεσσι κύνεσσι Opp. Cyn. 1, 473. – Dah. ein Schmarotzer, Plut. ad. et am. discr. 5 u. D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζεύς: έως, ὁ, ὁ παρὰ τράπεζαν ἢ ὁ εἰς τράπεζαν ἀνήκων, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, κύνες τραπεζῆες, τρεφόμενοι ἐκ τῆς τραπέζης τοῦ κυρίου αὑτῶν, Ἰλ. Χ. 69. Ψ. 173, Ὀδ. Ρ. 309· - τραπεζῆται παρ’ Ἰβύκ. 40· τραπεζήεντες ἐν Ὀππ. Κυνηγ. 1. 473. ΙΙ. παράσιτος, Πλούτ. 2. 50C· Ἄιδου τρ. Ἀρισκίας παρ’ Ἀθην. 686Α.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui vit de la table de qqn ; κύων τραπεζεύς IL, OD chien domestique ; abs. parasite.
Étymologie: τράπεζα.

English (Autenrieth)

ῆος: belonging to the table; κύνες, ‘table-dogs,’ i. e. fed from the table, cf. ‘lap-dog.’

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. (στον Όμ.) (κυρίως με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην τράπεζα, στο τραπέζι («τραπεζῆες κύνες» — τα σκυλιά που τρέφονταν από το τραπέζι, από τα φαγητά τών κυρίων τους, Ομ. Ιλ.)
2. ομοτράπεζος, σύνδειπνος
3. αυτός που ζει εις βάρος άλλου απομυζώντας τον, παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -εύς (πρβλ. χυτρ-εύς)].

Greek Monotonic

τρᾰπεζεύς: -έως, ὁ, αυτός που βρίσκεται κοντά στο τραπέζι ή αυτός που ανήκει σε αυτό, κύνες τραπεζῆες (Ιων. αντί τραπεζεῖς), οι σκύλοι που τρέφονται από το τραπέζι του κυρίου τους, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζεύς: έως adj. m кормящийся с домашнего стола, т. е. домашний (κύνες Hom.).
έως ὁ прихлебатель, парасит Plut.

Middle Liddell

τρᾰπεζεύς, έως, ὁ, [from τράπεζα
at, of a table, κύνες τραπεζῆες (ionic for τραπεζεῖσ) dogs fed from their master's table, Hom.