ὑπάλληλος: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(4b) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπάλληλος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν<br />αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, | |mltxt=-η, -ο / [[ὑπάλληλος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν<br />αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, η [[υπάλληλος]]<br />[[πρόσωπο]] που παρέχει εξαρτημένη [[εργασία]] και αμοίβεται με [[μισθό]] («[[τραπεζικός]] [[υπάλληλος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δημόσιοι υπάλληλοι» — όργανα του κράτους που συνδέονται με προαιρετική υπηρεσιακή οργανική [[σχέση]] [[ευθέως]] με το νομικό [[πρόσωπο]] της πολιτείας, τελούν σε ιεραρχική [[σχέση]] εξάρτησης και υπέχουν αστική ποινική και πειθαρχική [[ευθύνη]]<br />β) «[[ιδιωτικός]] [[υπάλληλος]]» — [[υπάλληλος]] ιδιωτικής επιχείρησης<br />γ) «δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι» — οι έμμισθοι υπάλληλοι τών δήμων και τών κοινοτήτων ή τών οργανισμών τους<br />δ) «υπάλληλες έννοιες»<br /><b>(λογ.)</b> δύο έννοιες από τις οποίες η μία που έχει μεγαλύτερο [[πλάτος]] και ονομάζεται υπερκείμενη εμπεριέχει την [[άλλη]], η οποία έχει μικρότερο [[πλάτος]] και λέγεται υποκείμενη, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[έννοια]] [[σπονδυλόζωο]], η οποία περιλαμβάνει την [[έννοια]] <i>θηλαστικό</i><br />ε) «υπάλληλες κρίσεις»<br /><b>(λογ.)</b> οι κρίσεις από τις οποίες η μία που έχει μεγαλύτερο [[ποσόν]] εμπεριέχει την [[άλλη]], που έχει μικρότερο [[ποσόν]] [[αλλά]] το ίδιο [[ποιόν]], όπως λ.χ. η γενική αποφατική [[κρίση]] εμπεριέχει τη μερική αποφατική [[κρίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. <i>υπ</i>' [[αλλήλων]] (<b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-<i>άλληλος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπάλληλος:''' (логически) подчиненный Arst. | |elrutext='''ὑπάλληλος:''' (логически) подчиненный Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A subordinate, subaltern, Arist.Metaph.1018b1, Dam. Pr.87.
German (Pape)
[Seite 1181] einander untergeordnet, Arist. metaph. 4, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάλληλος: -ον, ὁ ὑπὸ ἕτερον, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον Ἀριστ. Μετὰ Φυσ. 4. 10, 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπάλληλος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον
νεοελλ.
1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος
πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος»)
2. φρ. α) «δημόσιοι υπάλληλοι» — όργανα του κράτους που συνδέονται με προαιρετική υπηρεσιακή οργανική σχέση ευθέως με το νομικό πρόσωπο της πολιτείας, τελούν σε ιεραρχική σχέση εξάρτησης και υπέχουν αστική ποινική και πειθαρχική ευθύνη
β) «ιδιωτικός υπάλληλος» — υπάλληλος ιδιωτικής επιχείρησης
γ) «δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι» — οι έμμισθοι υπάλληλοι τών δήμων και τών κοινοτήτων ή τών οργανισμών τους
δ) «υπάλληλες έννοιες»
(λογ.) δύο έννοιες από τις οποίες η μία που έχει μεγαλύτερο πλάτος και ονομάζεται υπερκείμενη εμπεριέχει την άλλη, η οποία έχει μικρότερο πλάτος και λέγεται υποκείμενη, όπως είναι λ.χ. η έννοια σπονδυλόζωο, η οποία περιλαμβάνει την έννοια θηλαστικό
ε) «υπάλληλες κρίσεις»
(λογ.) οι κρίσεις από τις οποίες η μία που έχει μεγαλύτερο ποσόν εμπεριέχει την άλλη, που έχει μικρότερο ποσόν αλλά το ίδιο ποιόν, όπως λ.χ. η γενική αποφατική κρίση εμπεριέχει τη μερική αποφατική κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. υπ' αλλήλων (πρβλ. παρ-άλληλος)].
Russian (Dvoretsky)
ὑπάλληλος: (логически) подчиненный Arst.