φοιβάς: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φοιβάς:''' άδος ἡ жрица Феба, прорицательница Eur.: ἡ [[Ἄρτεμις]] φ. Plut. вещая Артемида. | |elrutext='''φοιβάς:''' άδος ἡ жрица Феба, прорицательница Eur.: ἡ [[Ἄρτεμις]] φ. Plut. вещая Артемида. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φοιβάς]], άδος,<br />a [[priestess]] of [[Phoebus]]: [[generally]], a [[prophetess]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:35, 10 January 2019
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A priestess of Phoebus: generally, inspired woman, prophetess, E.Hec.827: as fem. Adj., = φοιβάζουσα, Tim.Fr.3.
German (Pape)
[Seite 1295] άδος, ἡ, Priesterinn des Phöbus, übh. die Begeisterte, die Wahrsagerinn, Prophetinn, Eur. Hec. 827, auch als fem. adj., begeistert, wahrsagend.
Greek (Liddell-Scott)
φοιβάς: -άδος, ἡ, ἱέρεια τοῦ Φοίβου, καθόλου, γυνή, θεόπνευστος, προφῆτις, Εὐρ. Ἑκ. 827, πρβλ. Τιμοθ. Ἀποσπ. 1· ὡσαύτως ὡς θηλ. ἐπίθ., = φοιβάζουσα, Πλούτ. 2. 22Α, 170Α.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
prêtresse de Phœbos ; p. ext. prêtresse inspirée, prophétesse.
Étymologie: Φοῖβος.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
φοιβάς
(ενν. τέχνη) η ιατρική
αρχ.
1. ιέρεια του Φοίβου
2. θεόπνευστη γυναίκα, μάντισσα
3. (με σημ. επιθ.) προφητική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. 'Ερετρι-άς)].
Greek Monotonic
φοιβάς: -άδος, ἡ, ιέρεια του Φοίβου· γενικά, προφήτισσα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φοιβάς: άδος ἡ жрица Феба, прорицательница Eur.: ἡ Ἄρτεμις φ. Plut. вещая Артемида.
Middle Liddell
φοιβάς, άδος,
a priestess of Phoebus: generally, a prophetess, Eur.