φυκτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φυκτός:''' [adj. verb. к [[φεύγω]] от которого можно или дающий возможность убежать: [[νῦν]] δ᾽ [[οὐκέτι]] φυκτὰ πέλονται Hom. теперь нет уж возможности бежать.
|elrutext='''φυκτός:''' [adj. verb. к [[φεύγω]] от которого можно или дающий возможность убежать: [[νῦν]] δ᾽ [[οὐκέτι]] φυκτὰ πέλονται Hom. теперь нет уж возможности бежать.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φυκτός]], ή, όν [[older]] [[form]] of [[φευκτός]]<br />to be shunned or escaped, avoidable, Hom.
}}
}}

Revision as of 02:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυκτός Medium diacritics: φυκτός Low diacritics: φυκτός Capitals: ΦΥΚΤΟΣ
Transliteration A: phyktós Transliteration B: phyktos Transliteration C: fyktos Beta Code: fukto/s

English (LSJ)

ή, όν, older and poet. form of φευκτός,

   A to be shunned or escaped, avoidable, οὐκέτι φυκτὰ πέλωνται Il.16.128, cf. Od.8.299, 14.489.

German (Pape)

[Seite 1313] bloß poet. adj. verb. von φεύγω, dem man entfliehen kann, vermeidlich, οὐκέτι φυκτὰ πέλονται, Il. 16, 128 Od. 8, 299. 14, 489; – auch = geflohen, vermieden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φυκτός: -ή, -όν, ἀρχαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φευκτός, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ ἢ ἀποφύγῃ, οὐκέτι φυκτὰ πέλονται Ἰλ. Π. 128, Ὀδ. Θ. 299, Ξ. 489.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de φεύγω.

English (Autenrieth)

(φεύγω): to be escaped; neut. pl. impers., οὐκέτι φυκτὰ πέλονται, ‘there is no escape more,’ Il. 16.128, Od. 8.299.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αποφύγει, φευκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. φεύγω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ. με τροπή του -γ- σε -κ- προ του -τ-].

Greek Monotonic

φυκτός: -ή, -όν, αρχ. τύπος του φευκτός, αυτός που μπορεί να αποφευχθεί ή να δραπετεύσει, να φύγει, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

φυκτός: [adj. verb. к φεύγω от которого можно или дающий возможность убежать: νῦν δ᾽ οὐκέτι φυκτὰ πέλονται Hom. теперь нет уж возможности бежать.

Middle Liddell

φυκτός, ή, όν older form of φευκτός
to be shunned or escaped, avoidable, Hom.