χρυσομηλολόνθιον: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρῡσομηλολόνθιον:''' τό (шутл.-ласковое обращение) золотистый жучок Arph. | |elrutext='''χρῡσομηλολόνθιον:''' τό (шутл.-ласковое обращение) золотистый жучок Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χρῡσο-[[μηλολόνθιον]], ου, τό, [Dim. as if from [[χρυσομηλολόνθη]]<br />[[little]] [[golden]] [[beetle]], as a [[term]] of endearment, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 9 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. as if from *χρυσομηλολόνθη,
A a little golden beetle or cockchafer, as a term of endearment, Ar.V.1341.
German (Pape)
[Seite 1381] τό, dim. von χρυσομηλολόνθη, Goldkäferchen, ein Schmeichelwort bei Ar. Vesp. 1341.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσομηλολόνθιον: τό, ὑποκορ. ὥσπερ ἐξ οὐσιαστικοῦ χρυσομηλολόνθη, μικρὸς χρυσοκάνθαρος, ὡς ὅρος ἐκφράζων στοργήν, Ἀριστοφ. Σφ. 1341.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
(mon) petit scarabée d’or t. d’amitié.
Étymologie: χρυσός, μηλολόνθη.
Greek Monolingual
τὸ, Α υποκορ. τ. του χρυσομηλολόνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. ενός τ. χρυσομηλολόνθη, ο οποίος, όμως, απαντά μεταγενέστερα].
Greek Monotonic
χρῡσομηλολόνθιον: τό, υποκορ. όπως αν προερχόταν από χρυσομηλολόνθη, μικρό χρυσό σκαθάρι, χρησιμ. ως όρος έκφρασης στοργής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσομηλολόνθιον: τό (шутл.-ласковое обращение) золотистый жучок Arph.
Middle Liddell
χρῡσο-μηλολόνθιον, ου, τό, [Dim. as if from χρυσομηλολόνθη
little golden beetle, as a term of endearment, Ar.