δεινόω: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(nl) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δεινόω [δεινός] angstaanjagend maken, overdrijven: δ. τὰς τῆς πατρίδος συμφοράς de ontberingen van het vaderland overdrijven Plut. Per. 28.3 | |elnltext=δεινόω [δεινός] angstaanjagend maken, overdrijven: δ. τὰς τῆς πατρίδος συμφοράς de ontberingen van het vaderland overdrijven Plut. Per. 28.3 | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to make [[terrible]]: to [[exaggerate]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A make terrible: exaggerate, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα δεινώσας Th. 8.74; δεινῶσαι τὰς συμφοράς Plu.Per.28.
German (Pape)
[Seite 539] schrecklich, groß machen, übertreiben, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα Thuc. 8, 74; Plut. Pericl. 28.
Greek (Liddell-Scott)
δεινόω: ποιῶ τι δεινόν, ἐξογκώνω, μεγαλώνω, παριστάνω ἐπὶ τὸ μεῖζον, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα δεινώσας Θουκ. 8. 74· δεινῶσαι τὰς συμφορὰς Πλούτ. Περικλ. 28.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
exagérer (le danger, les défauts ou les inconvénients de qch).
Étymologie: δεινός.
Spanish (DGE)
hacer más terrible, exagerar los aspectos negativos de algo ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα δεινώσας exagerándolo todo para empeorarlo Th.8.74, μάλιστα δὲ τὴν σφαγὴν ... ἐδείνου τῷ λόγῳ καὶ τὴν δυσσέβειαν I.AI.17.237, δεινῶσαι τὰς τῆς πατρίδος συμφοράς exagerar las desgracias de la patria Plu.Per.28, cf. D.C.58.1.3, 60.14.4
•ret. reforzar, exagerar, aportar vehemencia a la dicción, en v. med.-pas. (ταῦτα) τεθόλωται γὰρ τῇ φράσει καὶ τεθορύβηται ταῖς φαντασίαις μᾶλλον ἢ δεδείνωται pues (estas expresiones) más que vehementes, quedan turbias en el discurso y confusas en las imágenes Longin.3.1.
Greek Monotonic
δεινόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι τρομερό, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, διογκώνω, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
δεινόω: представлять в страшном виде, сильно преувеличивать (ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα Thuc.; τὰς συμφοράς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεινόω [δεινός] angstaanjagend maken, overdrijven: δ. τὰς τῆς πατρίδος συμφοράς de ontberingen van het vaderland overdrijven Plut. Per. 28.3
Middle Liddell
to make terrible: to exaggerate, Thuc.