καματώδης: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(nl) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καματώδης]], -ῶδες (Μ)<br />υπερβολικά [[ζεστός]], [[καυτερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καυματώδης]] (<span style="color: red;"><</span> [[καῦμα]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]) με [[απλοποίηση]] του συμφων. συμπλέγμ. -<i>vm</i>- σε -<i>m</i>-]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[καματώδης]], -ῶδες (Μ)<br />υπερβολικά [[ζεστός]], [[καυτερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καυματώδης]] (<span style="color: red;"><</span> [[καῦμα]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]) με [[απλοποίηση]] του συμφων. συμπλέγμ. -<i>vm</i>- σε -<i>m</i>-].<br /><b>(II)</b><br />[[καματώδης]], -ες (Α)<br />[[επίπονος]], [[κοπιαστικός]], [[οχληρός]] (α. «θέρεος καματώδεος», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «καματώδεις μέριμναι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάματος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:10, 8 January 2019
German (Pape)
[Seite 1316] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) κοπώδης, ὀχληρός, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fatigue, qui épuise, pénible.
Étymologie: κάματος, -ωδης.
English (Slater)
καματώδης
1 fatiguing καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.
Greek Monolingual
(I)
καματώδης, -ῶδες (Μ)
υπερβολικά ζεστός, καυτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση του συμφων. συμπλέγμ. -vm- σε -m-].
(II)
καματώδης, -ες (Α)
επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ.
β. «καματώδεις μέριμναι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ώδης].
Greek Monotonic
κᾰματώδης: -ες (εἶδος), κουραστικός, κοπιώδης, σε Ησίοδ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμᾰτώδης: томительный, изнурительный, мучительный (θέρος Hes.; πλαγαί Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καματώδης -ες [κάματος] afmattend.