κερόεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(nl)
(1ba)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κερόεις -εσσα -εν [κέρας] gehoornd.
|elnltext=κερόεις -εσσα -εν [κέρας] gehoornd.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[horned]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> of [[horn]], of a [[flute]], Anth.
}}
}}

Revision as of 02:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερόεις Medium diacritics: κερόεις Low diacritics: κερόεις Capitals: ΚΕΡΟΕΙΣ
Transliteration A: keróeis Transliteration B: keroeis Transliteration C: keroeis Beta Code: kero/eis

English (LSJ)

-όεσσα (contr. -οῦσσα) , -όεν,

   A horned, <sp

German (Pape)

[Seite 1425] εσσα, εν, gehörnt; κερόεσσα ἔλαφος Anacr. bei Ath. IX, 396 b; zsgzgn κεροῦσσα, Soph. frg. 110. 510; ποίμνα Eur. El. 724, vgl. Phoen. 835; θεός, Pan, Antip. Sid. 48 (Plan. 305); – ὄχος, ein von Hornvieh gezogener Wagen, Callim. Dian. 113; – λωτός, die mit Horn besetzte Flöte, Thyill. 7 (VII, 223).

Greek (Liddell-Scott)

κερόεις: -όεσσα (συνῃρ. -οῦσσα), -όεν, κερασφόρος, Ἀνακρ. 49, Σοφ. Ἀποσπ. 110, 510, Εὐρ. Φοίν. 828, κτλ.· κερόεις ὄχος, ὄχημα συρόμενον ὑπὸ κερασφόρων κτηνῶν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 113. ΙΙ. ἐκ κέρατος πεποιημένος, ἐπὶ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 223.

French (Bailly abrégé)

όεσσα (p. contr. οῦσσα), όεν;
qui a des cornes, cornu.
Étymologie: κέρας.

English (Slater)

κερόεις
   1 horned κεροέσσᾳ ἐλάφῳ (Wyttenbach: κεράσασα codd. Plutarchi: κεράστᾳ Galavotti) *fr. 107a. 4.*

Spanish

poseedor de cuernos

Greek Monolingual

κερόεις, -όεσσα, -όεν, θηλ. συνηρ. κερούσσα (Α) κέρας
1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόροςκερόεις ὄχος» — όχημα που σύρεται από ζώα τα οποία έχουν κέρατα, Καλλ.)
2. (για αυλό) κατασκευασμένος από κέρατο.

Greek Monotonic

κερόεις: -όεσσα (συνηρ. -οῦσσα), -όεν (κέρας),
I. κερασφόρος, σε Ευρ.
II. κατασκευασμένος από κέρατο, λέγεται για τον αυλό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κερόεις: όεσσα (стяж. κεροῦσσα), όεν
1) рогатый (ἔλαφος Anacr.; ποίμνη Eur.);
2) роговой или выложенный рогом, оправленный в рог (λωτός Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερόεις -εσσα -εν [κέρας] gehoornd.

Middle Liddell


I. horned, Eur.
II. of horn, of a flute, Anth.