κοιλόπεδος: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοιλόπεδος -ον [κοῖλος, πέδον] diep gelegen.
|elnltext=κοιλόπεδος -ον [κοῖλος, πέδον] diep gelegen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοιλό-πεδος, ον [[πέδον]]<br />[[lying]] in a [[hollow]], Pind.
}}
}}

Revision as of 03:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλόπεδος Medium diacritics: κοιλόπεδος Low diacritics: κοιλόπεδος Capitals: ΚΟΙΛΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: koilópedos Transliteration B: koilopedos Transliteration C: koilopedos Beta Code: koilo/pedos

English (LSJ)

ον,

   A lying in a hollow, νάπος Pi.P.5.39.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλόπεδος: -ον, ἐν κοίλῳ πεδίῳ κείμενος, κοιλόπεδον νάπος θεοῦ Πινδ. Π. 5. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au fond d’un vallon.
Étymologie: κοῖλος, πέδον.

English (Slater)

κοιλόπεδος
   1 lying in a hollow Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (P. 5.38)

Greek Monolingual

κοιλόπεδος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» — βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό-πεδος, χαλκό-πεδος].

Greek Monotonic

κοιλόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που κείται σε κοίλο πεδίο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κοιλόπεδος: расположенный в глубине, глубоко лежащий (νάπη Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλόπεδος -ον [κοῖλος, πέδον] diep gelegen.

Middle Liddell

κοιλό-πεδος, ον πέδον
lying in a hollow, Pind.