παράρτημα: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(nl) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parartima | |Transliteration C=parartima | ||
|Beta Code=para/rthma | |Beta Code=para/rthma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">anything hanging at the side, amulet, appendage</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span> 8</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> dub. sens. in <span class="title">SIG</span>2554.25 (Magn. Mae.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:10, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A anything hanging at the side, amulet, appendage, Luc.Philops. 8. II dub. sens. in SIG2554.25 (Magn. Mae.).
German (Pape)
[Seite 497] τό, das daran. an der Seite Hangende, Luc. Philops. 8.
Greek (Liddell-Scott)
παράρτημα: τό, τὸ παραπλεύρως ἀνηρτημένον, περίαπτον, φυλακτήριον, Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. 7.81, Λουκ. Φιλοψ. 8. ΙΙ. παράρτημα, πρόσθετον πρᾶγμα, Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 783Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
tout ce qu’on porte suspendu au côté.
Étymologie: παραρτάω.
Greek Monolingual
-ατος, το, ΝΑ παραρτώ
καθετί που είναι προσαρτημένο σε κάτι, προσάρτημα
νεοελλ.
1. ο, τιδήποτε αποτελεί προσθήκη, συμπλήρωμα σε κάτι, εξάρτημα (α. «παράρτημα σχολής» β. «παράρτημα εγκυκλοπαιδικού λεξικού»)
2. φρ. «παράρτημα εφημερίδας» — έκτακτη έκδοση εφημερίδας, μετά την έκδοση του τακτικού φύλλου, για αναγγελία πολύ σημαντικής είδησης
3. (νομ.) κινητό αντικείμενο το οποίο, χωρίς να είναι συστατικό του κύριου αντικειμένου, προορίζεται να εξυπηρετεί τον οικονομικό του σκοπό και βρίσκεται σε τοπική σχέση με αυτό, όπως λ.χ. η λέμβος ενός πλοίου
αρχ.
1. αντικείμενο αναρτημένο από τα πλάγια, πρόσθετο, εξωτερικό
2. αντικείμενο που κρεμιέται στο σώμα, ιδίως από τον λαιμό, και το οποίο πιστεύεται ότι έχει την δύναμη της αποτροπής του κακού, περίαπτο, φυλαχτό.
Russian (Dvoretsky)
παράρτημα: ατος τό подвеска, т. е. амулет (ἐπῳδαί καὶ παραρτήματα Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράρτημα -ατος, τό [παραρτάω] aanhangsel.