παρθενεία: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρθενεία -ας, ἡ zie παρθενία. | |elnltext=παρθενεία -ας, ἡ zie παρθενία. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρθενεία]], ἡ, [[παρθένος]]<br />[[maidenhood]], [[virginity]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A virginity, E.Heracl.592, Tr.980 :—more freq. παρθενία, Ep. παρθενίη, Sapph.102, Pi.I.8(7).48, A.Pr.898 (lyr.), E.Ph.1487 (lyr.), Arist.Pr.894b35, A.R.2.502, LXX Je.3.4, Parth.26.2, Sor.1.30 ; ἀπὸ τῆς π. or ἀπὸπ., Ev.Luc.2.36, IG12(7).395.20 (Amorgos) ; ἐκ π. Plu.Brut.13, PSI1.41.5 (iv A.D.) ; of a man, Ach. Tat.5.20.
German (Pape)
[Seite 521] ἡ, Jungfrauenschaft, Eur. Troad. 980 u. öfter. S. παρθενία.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ κατάστασις τῆς παρθένου, Εὐρ. Ἡρακλ. 592, Τρῳ. 980˙ ὡσαύτως παρθενία Πινδ. Ι. 8. 95, Αἰσχύλ. Π. 898, Εὐρ. Φοίν. 1487, Ἀριστ. Προβλ. 9. 36, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
virginité.
Étymologie: παρθένος.
Greek Monolingual
η
παρθενεύω η ιδιότητα της παρθένου, παρθενιά.
Greek Monotonic
παρθενεία: ἡ (παρθένος), παρθενία, παρθενικότητα, αγνότητα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
παρθενεία: ἡ девичество Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθενεία -ας, ἡ zie παρθενία.
Middle Liddell
παρθενεία, ἡ, παρθένος
maidenhood, virginity, Eur.