πολυμηχανία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυμηχανία -ας, ἡ, Ion. πολυμηχανίη [πολυμήχανος] vindingrijkheid.
|elnltext=πολυμηχανία -ας, ἡ, Ion. πολυμηχανίη [πολυμήχανος] vindingrijkheid.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠμηχᾰνία, ἡ,<br />the having [[many]] [[resources]], [[inventiveness]], [[readiness]], Od. [from πολῠμήχᾰνος]
}}
}}

Revision as of 05:46, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμηχᾰνία Medium diacritics: πολυμηχανία Low diacritics: πολυμηχανία Capitals: ΠΟΛΥΜΗΧΑΝΙΑ
Transliteration A: polymēchanía Transliteration B: polymēchania Transliteration C: polymichania Beta Code: polumhxani/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A resourcefulness, inventiveness, Od.23.321, Plu.2.233e: pl., Man.6.483.

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, ion. -ίη, Reichthum an Kunstgriffen, Erfindsamkeit, Od. 23, 321 u. sp. D., wie Maneth. 6, 483, im plur.; auch Plut. Lac. apophth. p. 238.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμηχᾰνία: Ἰων. -ίη, τὸ πολλὰ μηχανᾶσθαι καὶ ἐπινοεῖν, Ὀδ. Ψ. 321, Πλούτ. 2. 233Ε· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 6. 483.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habileté inventive, industrie, adresse.
Étymologie: πολυμήχανος.

Greek Monolingual

και πολυμηχανίη, ἡ, Α πολυμήχανος
η εφευρετικότητα, η ικανότητα να επινοεί κανείς τεχνάσματα.

Greek Monotonic

πολῠμηχᾰνία: Ιων. -ίη, ἡ, κατοχή και ικανότητα ανεύρεσης και ανάκλησης πολλών τρόπων διαφυγής, εφευρετικότητα, ετοιμότητα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυμηχᾰνία: эп.-ион. πολυμηχᾰνίη ἡ изобретательность, остроумие (Κίρκης Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμηχανία -ας, ἡ, Ion. πολυμηχανίη [πολυμήχανος] vindingrijkheid.

Middle Liddell

πολῠμηχᾰνία, ἡ,
the having many resources, inventiveness, readiness, Od. [from πολῠμήχᾰνος]