πλοκαμίς: Difference between revisions
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(nl) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλοκαμίς -ῖδος, ἡ [πλόκαμος] (haar)lok, krul; sing. collect. (haar)lokken, krullen. Theocr. Id. 13.7. | |elnltext=πλοκαμίς -ῖδος, ἡ [πλόκαμος] (haar)lok, krul; sing. collect. (haar)lokken, krullen. Theocr. Id. 13.7. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πλοκᾰμίς, ῖδος, = [[πλόκαμος]]<br />a [[lock]] or [[braid]] of [[hair]], of women, [[Bion]].: in sg. [[curling]] [[hair]], Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ῖδος, ἡ, poet. for sq.,
A lock or braid of hair, Euph.140, Bion 1.20, Nonn.D.4.133, 5.385: collectively in sg., braided hair, τοῦ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Theoc.13.7. II = πλεκτάνη 11, in pl., Opp.H.2.125, C.3.179.
Greek (Liddell-Scott)
πλοκᾰμίς: -ῖδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ πλόκαμος, πλεξίδα μαλλίων, κατὰ τὸ πλεῖστον γυναικείας κόμης, ἐν τῷ πληθ., Βίων 1. 20, Εὐφορίων 52, κατὰ τὸν Σχολ. «τοῦ φέροντος πλόκαμον, τοῦ ἔχοντος τὰς τρίχας πεπλεγμένας», περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, «σγουρὰ μαλλ~ιά», κόμη οὔλη, τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Θεόκρ. 13. 7. ― Κατὰ τὸν Φώτ. (σ. 434, 22): «πλοκαμίς, ὁ οὖλος βόστρυχος... καὶ τῶν τριχῶν ἡ ἐμπλοκή».
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
1 boucle de cheveux ; au sg. coll. chevelure bouclée;
2 crinière d’animal.
Étymologie: πλόκαμος.
Greek Monotonic
πλοκᾰμίς: -ῖδος, ἡ, = πλόκαμος, βόστρυχος ή πλεξίδα μαλλιών, λέγεται για τις γυναίκες, σε Βίωνα· στον ενικ., μαλλιά σγουρά, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πλοκᾰμίς: ῖδος ἡ кудри, локоны Theocr., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλοκαμίς -ῖδος, ἡ [πλόκαμος] (haar)lok, krul; sing. collect. (haar)lokken, krullen. Theocr. Id. 13.7.
Middle Liddell
πλοκᾰμίς, ῖδος, = πλόκαμος
a lock or braid of hair, of women, Bion.: in sg. curling hair, Theocr.