προεξέδρα: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-εξέδρᾱ -ας, ἡ, Ion. προεξέδρη, erezetel.
|elnltext=προ-εξέδρᾱ -ας, ἡ, Ion. προεξέδρη, erezetel.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-εξέδρα, ιονιξ -η, ἡ,<br />a [[chair]] of [[state]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 00:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξέδρα Medium diacritics: προεξέδρα Low diacritics: προεξέδρα Capitals: ΠΡΟΕΞΕΔΡΑ
Transliteration A: proexédra Transliteration B: proexedra Transliteration C: proeksedra Beta Code: proece/dra

English (LSJ)

Ion. προεξέδρ-η, ἡ,

   A chair of state, Hdt.7.44, Poll.9.46.

German (Pape)

[Seite 720] ἡ, ein besonderer, von andern abgesonderter Sitz, Sessel, Her. 7, 44. 48. Bei Poll. 9, 46 = ἐξέδρα, Gallerie.

Greek (Liddell-Scott)

προεξέδρα: Ἰων. -η, ἡ, ἕδρα, θρόνος ἐπίσημος, Ἡρόδ. 7. 44, Πολυδ. Θ΄, 49· πρβλ. προεδρία 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
siège élevé au-dessus des autres.
Étymologie: πρό, ἐξέδρα.

Greek Monolingual

και κυρίως ο ιων. τ. προεξέδρη, ἡ, Α ἐξέδρα
χωριστό, υψηλό κάθισμα, επίσημος θρόνος («προεπεποίητο γὰρ ἐπὶ κολωνοῡ ἐπίτηδες αὐτοῡ ταύτη προεξέδρη λίθου λευκοῡ», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

προεξέδρα: Ιων. -η, ἡ, επίσημος θρόνος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προεξέδρα: ион. προεξέδρη ἡ высокое седалище, трон (π. λίθου λευκοῦ Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξέδρᾱ -ας, ἡ, Ion. προεξέδρη, erezetel.

Middle Liddell

προ-εξέδρα, ιονιξ -η, ἡ,
a chair of state, Hdt.