σταίτινος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σταίτινος -η -ον [σταίς] van deeg van tarwemeel. | |elnltext=σταίτινος -η -ον [σταίς] van deeg van tarwemeel. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σταίτῑνος, η, ον [from [[σταῖς]]<br />of [[flour]] or dough of [[spelt]], Hdt., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 10 January 2019
English (LSJ)
η, ον,
A of flour or dough of spelt, Hdt.2.47, Plu.Luc. 10.
German (Pape)
[Seite 928] von Weizenmehl, σταιτίνας πλάσσοοσι ὗς, Her. 2, 27.
Greek (Liddell-Scott)
σταίτινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀλεύρου ἢ φυράματος ζειᾶς, Ἡρόδ. 2. 47, Πλουτ. Λούκουλλ. 10· - οὕτω, σταιτήια, τά, πλακούντια ἢ ἀρτίσκοι ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
préparé avec de la pâte.
Étymologie: σταῖς.
Greek Monolingual
και στάτινος, -ίνη, -ον Α [[σταῑς, σταιτός]]
1. φτειαγμένος από ζυμάρι
2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».
Greek Monotonic
σταίτῑνος: -η, -ον, αυτός που είναι παρασκευασμένος από αλεύρι ή ζύμη σικάλεως, σε Ηρόδ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σταίτινος: сделанный из теста (ὗς Her.; βοῦς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταίτινος -η -ον [σταίς] van deeg van tarwemeel.
Middle Liddell
σταίτῑνος, η, ον [from σταῖς
of flour or dough of spelt, Hdt., Plut.