τρύξ: Difference between revisions
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τρύξ, τρυγός, ἡ most, ongegiste wijn. droesem, bezinksel:. ἐς τρύγα χεῖλος ἐρείδων mijn lip drukkend tot in de droesem (ad fundum drinken) Theocr. Id. 7.70. | |elnltext=τρύξ, τρυγός, ἡ most, ongegiste wijn. droesem, bezinksel:. ἐς τρύγα χεῖλος ἐρείδων mijn lip drukkend tot in de droesem (ad fundum drinken) Theocr. Id. 7.70. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[akin]] to [[τρύγη]]<br /><b class="num">I.</b> new [[wine]] not yet fermented, [[wine]] with the [[lees]] in it, must, Lat. [[mustum]], Hdt., Ar.<br /><b class="num">II.</b> the [[lees]] of [[wine]], Lat. [[faex]], Hdt., Ar.:—metaph. of an old man or [[woman]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ, gen. τρῠγός,
A wine not yet fermented and racked off, must, Anacr.41, Ar.Nu.50, al.: hence, new, raw wine, Cratin.250, PTeb. 555 (ii A. D.): prov., κατ' ὀπώρην τρύξ must in autumn, i. e. a state of ferment, Cic.Att.2.12.3. II lees of wine, dregs, οἶνος ἀπὸ τρυγός Archil.4; ἐπειδὴ καὶ τὸν οἶνον ἠξίους πίνειν, συνεκποτἔ ἐστί σοι καὶ τὴν τ. Ar.Pl.1085, cf. Pherecr.249; συὸς τρύγα προσενεγκαμένης καροῦται . . τὰ γαλουχούμενα Sor.1.88, cf. 2.41 (s. v. l.); = στέμφυλα, Gal.6.576; κυλίκεσσι καὶ ἐς τρύγα χεῖλος ἐρείδων Theoc.7.70; ἐν τῇ τ. τοῦ πίθου Luc.Tim.19; of other liquors, τ. [τοῦ ἄσχυ] Hdt.4.23; ἐλαίου Poll.1.245; ὄξευς Nic.Th.932; γῆ ὑπόστασις καὶ τ. τοῦ ὕδατος Metrod. ap. Placit.3.9.5. 2 of metals, dross, σιδηρήεσσα τρύξ Nic. Al.51; χαλκοῦ Dsc.5.103. 3 faecal matter in the stomach, Hp. Epid.5.79; αἵματος Gal.18(1).730. 4 metaph., ἠχὼ... φωνῆς τρύγα APl.4.155 (Euod.): metaph. also of an old man or woman, Ar. V.1309, Pl.1086. III τρύγες στεμφυλίτιδες second wine pressed out of the husks, poor wine, Hp.Vict.2.52; ἡ ἐκ [στεμφύλων] τρύξ Gp.6.13.2; without any addition, Gal.6.580; cf. τρυγηφάνιος. IV τ. οἴνου κεκαυμένη, = φέκλη, salt of tartar, obtained from the matter deposited on the bottom and sides of wine-vats, Dsc.5.114, Eup.2.164, Gal.12.490; τροχίσκοι τρυγὸς ᾗ ῥυπτόμεθα scouring balls of this substance, Thphr.HP9.9.3.
German (Pape)
[Seite 1156] ἡ, 1) junger, ungegohrener Wein mit den Hefen, Most; Her. 4, 23; Cratin. bei Poll. 6, 18; Ar. oft. Sprichwörtlich τρὺξ κατ' ὀπώραν, Most im Herbste, der noch nicht gegohren hat, zur Bezeichnung einer noch unentschiedenen Sache. – 2) die Hefen selbst vom Weine, Oel u. dgl.; οἶνον ἀπὸ τρυγὸς ἄγρει, Archil. 49; ἐπειδὴ καὶ τὸν οἶνον ἠξίους πίνειν, ξυνεκποτέ' ἐστί σοι καὶ τὴν τρύγα, Ar. Plut. 1085; Plut. Symp. 6, 7 u. öfter; ἐν τῇ τρυγὶ τοῦ πίθου, Luc. Tim. 19; dah. καὶ ἐς τρύγα χεῖλος ἐρείδων, Theocr. 7, 70, bis auf den Grund; – übertr. vom Metall, die Schlacken, τρὺξ σιδηρήεσσα, Eisenschlacken, Nic. Al. 51; vgl. Lob. Phryn. 73; Euod. 2 (Plan. 155) nennt das Echo φωνῆς τρύγα. – 3) τρύγες στεμφυλίτιδες, auch ἡ ἀπὸ στεμφύλων τρύξ, aus den Trestern gepreßter Nachwein, Lauer, sonst τρυγηφάνιος, Hippocr., Geopon. u. a. Sp.; – τρὺξ οἴνου ὀπτή, od. πεφρυγμένη, gebrannter Weinstein, Weinsteinsalz; bei Theophr. sind τροχίσκοι τρυγός, ᾗ ῥυπτόμεθα, Fleckkügelchen; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τρύξ: ἡ, γεν. τρῠγός, (συγγενὲς τῷ τρύγη)· - νέος οἶνος μήπω ὑποστὰς τὴν ζύμωσιν καὶ μὴ στραγγισθείς, οἶνος μετὰ τῆς τρυγός, γλεῦκος ἀδιήθητον, Λατ. mustum, Ἀνακρ. 39, Ἡρόδ. 4. 23, Ἀριστοφ. Νεφ. 50, κ. ἀλλ.· ὅθεν, καὶ ἁπλῶς οἶνος, «τὸν οἶνον καὶ τρύγα ἐκάλουν, ὡς ἐν ὥραις Κρατῖνος λέγει» Πολυδ. ϛʹ, 18 (Κρατῖνος ἐν ὥραις 4)· - παροιμ., τρὺξ κατ’ ὀπώραν, γλεῦκος τὸ φθινόπωρον, δηλ. ὑπόθεσις μήπω τελειωθεῖσα, Κικ. Ἀττ. 2. 12, 3. ΙΙ. ἡ ὑποστάθμη, τοῦ οἴνου, ἡ «λάσπη τοῦ κρασιοῦ», Λατ. faex, οἶνος ἀπὸ τρυγὸς Ἀρχίλ. 4· ἐπειδὴ καὶ τὸν οἶνον ἠξίους πίνειν, ξυνεκποτέ’ ἐστί σοι καὶ τὴν τρύγα Ἀριστοφ. Πλ. 1085· κυλίκεσσι καὶ ἐς τρύγα χεῖλος ἐρείδων Θεόκρ. 7. 70· ἐν τῇ τρυγὶ τοῦ πίθου Λουκ. Τίμ. 19, οὕτω, τὰ καθιζήματα ἄλλων ὑγρῶν, «μοῦργα», τρ. τοῦ ἄσχυ Ἡρόδ. 4. 23· ἐλαίου Πολυδ. Α΄, 245· ὄξους Νικ. Θηρ. 933· ὕδατος Πλούτ. 2. 895C. 2) ἐπὶ μετάλλων, ἡ σκωρία, Λατ. scoria, τρὺξ σιδηρήεσσα Νικ. Ἀλ. 51· χαλκοῦ Διοσκ. 5. 120. 3) ὕλη τις ὁμοία τρυγὶ ἐν τῷ στομάχῳ, Ἱππ. 1159F· τοῦ αἵματος Γαλην. 4) μεταφ., ἠχώ..., φωνῆς τρύγα Ἀνθ. Πλαν. 155· - μεταφ., ἐπὶ γέροντος ἢ γραίας, Ἀριστοφ. Σφ. 1309, Πλ. 1086. ΙΙΙ. αἱ τρύγες στεμφυλίτιδες, δεύτερος οἶνος ἐκθλιβόμενος ἐκ τῶν στεμφύλων, ἀδύνατος οἶνος, Λατ. lora, Ἱππ. 359. 8· ἡ ἀπὸ στεμφύλων τρὺξ Γεωπ. 6. 13, 2· οὕτως ἄνευ προσδιορισμοῦ τινος, Γαλην.· πρβλ. τρυγηφάνιος. IV. τρὺξ οἴνου ὀπτὴ ἢ πεφρυγμένη, «κρεμόρι» ἢ «κρεμοτάρταρον», μεταγ. φέκλη (Λατ. faecula), λαμβανόμενον ἐκ τῆς ξηρᾶς τρυγὸς ἥτις ἀπομένει ἐπὶ τοῦ πυθμένος καὶ τῶν πλευρῶν οἰνοφόρου πίθου, τροχίσκοι τρυγὸς ᾗ ῥυπτόμεθα, καθαριστικὸς τροχίσκος ἐκ τοιαύτης οὐσίας ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 9. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
τρυγός (ἡ) :
I. vin nouveau, vin doux;
II. marc ou lie de vin ou d’huile ; ◊ prov. τρὺξ κατ’ ὀπώραν la lie à l’époque du raisin, càd avant la vendange en parl. d’une chose ou d’une entreprise prématurée ; p. ext. :
1 sédiment, dépôt d’un liquide;
2 comiq. en parl. d’un vieil homme ou d’une vieille femme vieux résidu.
Étymologie: R. Τρυ allongée en Τρυγ, user, épuiser ; cf. τρύω, τρύχω.
Greek Monolingual
η / τρύξ, -υγός, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) βλ. τρύγα.
Greek Monotonic
τρύξ: ἡ, γεν. τρῠγός (συγγενές προς το τρύγη),
I. καινούριο κρασί που δεν έχει ακόμα ζυμωθεί, κρασί αδιήθητο, μούστος, Λατ. mustum, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
II. υποστάθμη οίνου, Λατ. faex, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για ηλικιωμένο άντρα ή γυναίκα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τρύξ: τρῠγός ἡ
1) молодое (неперебродившее) вино Her., Arph.;
2) осадок, отстой, преимущ. вина Her., Arph., Theocr., Plut., Luc.; перен. (о дряхлых людях) старая перечница Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρύξ, τρυγός, ἡ most, ongegiste wijn. droesem, bezinksel:. ἐς τρύγα χεῖλος ἐρείδων mijn lip drukkend tot in de droesem (ad fundum drinken) Theocr. Id. 7.70.
Middle Liddell
akin to τρύγη
I. new wine not yet fermented, wine with the lees in it, must, Lat. mustum, Hdt., Ar.
II. the lees of wine, Lat. faex, Hdt., Ar.:—metaph. of an old man or woman, Ar.