συναφής: Difference between revisions
Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synafis | |Transliteration C=synafis | ||
|Beta Code=sunafh/s | |Beta Code=sunafh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">united, connected</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>667a7</span>; κόλποι σ. ἀλλήλοις <span class="bibl">Id.<span class="title">Mu.</span>393a21</span>; ὑμὴν σ. αὑτῷ καὶ ἀστόμωτος <span class="bibl">Sor.1.57</span>; <b class="b3">τὸ ἄλειφα, ἅτε σ. ἐόν</b> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">united, connected</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>667a7</span>; κόλποι σ. ἀλλήλοις <span class="bibl">Id.<span class="title">Mu.</span>393a21</span>; ὑμὴν σ. αὑτῷ καὶ ἀστόμωτος <span class="bibl">Sor.1.57</span>; <b class="b3">τὸ ἄλειφα, ἅτε σ. ἐόν</b> [[cohering]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>4.49</span>; <b class="b3">τὰ σ</b>. <b class="b2">connected matters</b>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span> p.32</span> J.; but <b class="b3">τὰ ξυναφέα</b> <b class="b2">the adjoining parts</b>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.7</span>; <b class="b3">ὁ σ. τόπος</b> the [[next]] place, <span class="bibl">Dion.Byz.35</span>; Gramm., τὸ συναφές <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>217.18</span>: c. dat., <b class="b2">constructed with</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>157.20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:35, 28 June 2020
English (LSJ)
ές,
A united, connected, Arist.PA667a7; κόλποι σ. ἀλλήλοις Id.Mu.393a21; ὑμὴν σ. αὑτῷ καὶ ἀστόμωτος Sor.1.57; τὸ ἄλειφα, ἅτε σ. ἐόν cohering, Hp.Morb.4.49; τὰ σ. connected matters, Phld.Oec. p.32 J.; but τὰ ξυναφέα the adjoining parts, Aret.SD1.7; ὁ σ. τόπος the next place, Dion.Byz.35; Gramm., τὸ συναφές A.D.Conj.217.18: c. dat., constructed with, Id.Synt.157.20.
German (Pape)
[Seite 1005] ές, verbunden, zusammenhangend, D. Hal. rhet. 7, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰφής: -ές, ἔχων συνάφειαν, συνηνωμένος, συνεχόμενος, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 26· κόλποι σ. ἀλλήλοις ὁ αὐτ. περὶ Κόσμ. 3, 8· τὰ ξυναφέα, τὰ συνεχόμενα, τὰ πλησίον ἀλλήλων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ― Ἐπίρρ. συναφῶς, ἕτερ’ ἄττα πολίσματα ἐπὶ τῷδε συναφῶς ἐχειρώσατο Νικήτ. Χρον. σ. 331Β.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που εφάπτεται με άλλον, ο άμεσα συνδεόμενος με κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που έχει άμεση σχέση με κάποιον ή με κάτι ή αυτός που παρουσιάζει ομοιότητα με κάποιον ή με κάτι, παρεμφερής, παραπλήσιος, παρεπόμενος («συναφείς καταστάσεις»)
2. φρ. α) «συναφή αδικήματα»
(νομ.) αδικήματα τα οποία διέπραξαν μετά από συμφωνία πολλοί μαζί ταυτόχρονα ή ακόμη και σε διαφορετικά χρονικά ή τοπικά σημεία με σκοπό να επιτευχθεί έτσι η όσο το δυνατόν πιο εύστοχη εκτέλεσή τους
β) «συναφείς δίκες»
(νομ.) δίκες τών συναφών αδικημάτων που επιβάλλουν την εκδίκασή τους από ένα δικαστήριο προκειμένου έτσι να εξασφαλιστεί η καλύτερη διεξαγωγή της ανάκρισης αλλά και ολόκληρης της διαδικασίας εκδίκασής τους
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με κάτι («τὸ συναφές» — το συντασσόμενο, Απολλ. Δύσκ.)
2. (για φάρμακα) αυτός του οποίου τα μόρια έχουν συνοχή μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς εκείνα που βρίσκονται σε ρευστή κατάσταση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ συναφέα και ξυναφέα
α) όσα αλληλοσχετίζονται, όσα παρουσιάζουν αμοιβαία σχέση
β) όσα βρίσκονται πολύ κοντά το ένα με το άλλο
4. φρ. «συναφὴς τόπος» — αυτός που πρόσκειται, που βρίσκεται κοντά σε έναν άλλο (Διον. Βυζ.).
επίρρ...
συναφώς / συναφῶς ΝΜ
νεοελλ.
αναφορικά, σχετικά με κάτι
μσν.
επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αφής (< ἀφή), πρβλ. ἀν-αφής].
Russian (Dvoretsky)
συνᾰφής: соприкасающийся, смежный (κόλποι ἀλλήλοις συναφεῖς Arst.).