θάψος: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(1b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θάψος''': ἡ, καὶ [[θαψία]] (Διοσκ. 4. 158), [[φυτόν]] τι ἢ [[ξύλον]] χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν κιτρίνης βαφῆς, ἐξαγόμενον ἐκ τῆς νήσου Θάψου, Θεόκρ. 2. 28, Νικ. Ἀλ. 583˙ - [[θαψία]] [[ῥίζα]] Θεόφρ. Ἀποσπ. 170.
|lstext='''θάψος''': ἡ, καὶ [[θαψία]] (Διοσκ. 4. 158), [[φυτόν]] τι ἢ [[ξύλον]] χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν κιτρίνης βαφῆς, ἐξαγόμενον ἐκ τῆς νήσου Θάψου, Θεόκρ. 2. 28, Νικ. Ἀλ. 583· - [[θαψία]] [[ῥίζα]] Θεόφρ. Ἀποσπ. 170.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάψος Medium diacritics: θάψος Low diacritics: θάψος Capitals: ΘΑΨΟΣ
Transliteration A: thápsos Transliteration B: thapsos Transliteration C: thapsos Beta Code: qa/yos

English (LSJ)

ἡ,

   A fustic, Rhus Cotinus, used for dyeing yellow, brought from the island of Thapsos, Theoc.2.88, Nic.Al.570: θαψία ῥίζα Thphr. Fr.170.

German (Pape)

[Seite 1189] ἡ, Kraut zum Gelbfärben der Wolle und Haare, von der Insel Thapsus benannt, Phot.; Schol. Theocr. 2, 88; Nic. Al. 570.

Greek (Liddell-Scott)

θάψος: ἡ, καὶ θαψία (Διοσκ. 4. 158), φυτόν τι ἢ ξύλον χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν κιτρίνης βαφῆς, ἐξαγόμενον ἐκ τῆς νήσου Θάψου, Θεόκρ. 2. 28, Νικ. Ἀλ. 583· - θαψία ῥίζα Θεόφρ. Ἀποσπ. 170.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
plante qui sert à teindre en jaune et qu’on tirait de l’île de Thapsos.
Étymologie: Θάψος.

Greek Monolingual

η (Α θάψος)
νεοελλ.
το φυτό «ρους ο κότινος»
αρχ.
φυτό της χερσονήσου Θάψος, χρήσιμο για την παρασκευή κίτρινης βαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το φυτό πήρε την ονομασία του από τη χερσόνησο Θάψο, στην ανατολική παραλία της Σικελίας, από την οποία προερχόταν].

Greek Monotonic

θάψος: ἡ, φυτό ή ξύλο που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή κίτρινης βαφής, και το οποίο εξαγόταν από τη Θάψο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

θάψος: ἡ тапс (растение, дававшее желтую краску для окрашивания тканей) Theocr.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: name of a plant, fustic, Rhus Cotinus, used for dyeing yellow (Theocr.), also θαψία ῥίζα (Thphr.); θαψία f. deadly carrot, Thapsia garganica (Arist., Thphr.);
Derivatives: θάψινος yellow-coloured (Ar.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Identical with the name of the peninsula Thapsos (on the east-coast of Sicily), or derived from it. Strömberg Pflanzennamen 127.