ἐπαναχώρησις: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπαναχώρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> возвращение, отступление (ἐκ Σικελίας Diod.);<br /><b class="num">2)</b> отлив (κύματος Thuc.).
|elrutext='''ἐπαναχώρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> возвращение, отступление (ἐκ Σικελίας Diod.);<br /><b class="num">2)</b> отлив (κύματος Thuc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπαναχώρησις]], εως [from [[ἐπαναχωρέω]]<br />a [[return]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 22:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναχώρησις Medium diacritics: ἐπαναχώρησις Low diacritics: επαναχώρησις Capitals: ΕΠΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ
Transliteration A: epanachṓrēsis Transliteration B: epanachōrēsis Transliteration C: epanachorisis Beta Code: e)panaxw/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A return, κύματος Th.3.89; retreat, D.S.25.6.

German (Pape)

[Seite 901] ἡ, das Zurückweichen, Thuc. 3, 89.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναχώρησις: -εως, ἡ, κύματος ἐπαναχώρησις, ἐπιστροφὴ ἐκ τῆς θαλάσσης κατὰ τῆς ξηρᾶς, ἐπίκλυσις, Θουκ. 3. 89· ὑποχώρησις, Διοδ. Ἀποσπ. 510. 31.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
reflux des vagues.
Étymologie: ἐπαναχωρέω.

Greek Monolingual

ἐπαναχώρησις, η (Α) επαναχωρώ
1. επιστροφή («ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις», Θουκ.)
2. υποχώρησημετὰ δὲ τὴν ἐκ Σικελίας ἐπαναχώρησιν», Διόδ.).

Greek Monotonic

ἐπαναχώρησις: -εως, ἡ, επιστροφή, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναχώρησις: εως ἡ
1) возвращение, отступление (ἐκ Σικελίας Diod.);
2) отлив (κύματος Thuc.).

Middle Liddell

ἐπαναχώρησις, εως [from ἐπαναχωρέω
a return, Thuc.