εὐεργής: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐεργής:'''<br /><b class="num">1)</b> хорошо сделанный, искусно сработанный ([[δίφρος]], [[λώπη]], [[νηῦς]] Hom.; [[πηδάλιον]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> хорошо обработанный ([[χρυσός]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> (о делах) хороший, добрый: [[χάρις]] εὐεργέων Hom. благодарность за добрые дела. | |elrutext='''εὐεργής:'''<br /><b class="num">1)</b> хорошо сделанный, искусно сработанный ([[δίφρος]], [[λώπη]], [[νηῦς]] Hom.; [[πηδάλιον]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> хорошо обработанный ([[χρυσός]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> (о делах) хороший, добрый: [[χάρις]] εὐεργέων Hom. благодарность за добрые дела. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-εργής, ές [*[[ἔργω]]<br /><b class="num">1.</b> well-[[wrought]], well-made, of chariots, ships, etc., Hom.; of [[gold]], [[wrought]], Od.<br /><b class="num">2.</b> well-done: pl. εὐεργέα = εὐεργεσίαι, benefits, services, Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ές, (ἔργον)
A well-wrought, well-made, of chariots, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Il.5.585; of ships, μία δ' ἤγαγε νηῦς εὐ. 24.396, and freq. in Od., cf. IG12.74.27; πηδάλιον Hes.Op.629; of garments, ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην Od.13.224; of gold, wrought, χρυσοῦ . . εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα 24.274. 2 well-done: hence in pl., εὐεργέα, = the Prose εὐεργεσίαι, benefits, services, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων 22.319, cf. 4.695; also ἀθάνατοι χαίρουσι βροτῶν εὐεργέσι τιμαῖς Milet.1(7).205b (ii A. D.). 3 = εὐεργός 11.2, τῷ ψυχρῷ Olymp.in Mete.313.9. 4 easy, of a surgical operation, Antyll. ap. Orib.45.2.6. 5 effective, τὴν εὐώνυμον χεῖρα -εστέραν Sor.2.61.
German (Pape)
[Seite 1065] ές (ἔργω), 1) wohlgearbeitet, schön gemacht, bei Hom. in Od. vom Schiff u. vom Wagenstuhl, δίφρος Il., von einem Kleide Od. 13, 224, χρυσός, gut verarbeitet, 24, 274; πηδάλιον Hes. O. 627; sp. D., ἄγκιστρον Opp. H. 5, 135. – 2) wohlgethan, εὐεργέα, Wohlthaten, Od. 4, 695. 22, 319. – 3) leicht zu bearbeiten, Theophr. – Bei Sp. auch akt., geschickt arbeitend.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεργής: -ές, (ἔργον) εὖ πεποιημένος, κατὰ τέχνην καὶ καλῶς εἰργασμένος, ἐπὶ ἁρμάτων, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Ἰλ. Ε. 585· ἐπὶ πλοίων, μία δ’ ἤγαγε ναῦς εὐεργής Ω. 396, καὶ συχν. ἐν Ὀδ.· πηδάλιον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 627· ἐπὶ ἱματίων, ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224· ἐπὶ χρυσοῦ, κατειργασμένος, χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα Ω. 274. 2) καλῶς πεποιημένος: ἐντεῦθεν ἐν τῷ πληθ. εὐεργέα = τῷ παρὰ πεζογράφοις εὐεργεσίαι, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ’ εὐεργέων Χ. 319, πρβλ. Δ. 695.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bien travaillé :
1 au sens matériel (char, navire, vêtement);
2 au sens moral εὐεργέα OD des bienfaits.
Étymologie: εὖ, ἔργον.
English (Autenrieth)
ές: well-made, well-wrought; pl., εὐεργέα, good deeds, benefactions, Od. 22.319.
Greek Monolingual
εὐεργής, -ές (Α)
1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ' ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα»)
2. εύκολος στην κατεργασία
3. (για χειρουργική επέμβαση) εύκολος
4. αποτελεσματικός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐεργέα
οι ευεργεσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εργής, (< έργον), πρβλ. αλι-εργής, λιθο-εργής].
Greek Monotonic
εὐεργής: -ές (*ἔργω),·
1. καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος, λέγεται για άρματα, πλοία κ.λπ., σε Όμηρ.· λέγεται για χρυσό, επεξεργασμένος, κατεργασμένος καλά, σε Ομήρ. Οδ.
2. καλά καμωμένος· πληθ., εὐεργέα = εὐεργεσίαι, ωφέλειες, υπηρεσίες, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐεργής:
1) хорошо сделанный, искусно сработанный (δίφρος, λώπη, νηῦς Hom.; πηδάλιον Hes.);
2) хорошо обработанный (χρυσός Hom.);
3) (о делах) хороший, добрый: χάρις εὐεργέων Hom. благодарность за добрые дела.
Middle Liddell
εὐ-εργής, ές [*ἔργω
1. well-wrought, well-made, of chariots, ships, etc., Hom.; of gold, wrought, Od.
2. well-done: pl. εὐεργέα = εὐεργεσίαι, benefits, services, Od.