εὐμήκης: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐμήκης:'''<br /><b class="num">1)</b> большой, крупный, рослый ([[Ζήνων]] Plat.; [[ἄνθρωπος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> большой, объемистый (τὸ [[κύτος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> длинный ([[τρίχες]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> значительный, великий (τύχαι Eur.). | |elrutext='''εὐμήκης:'''<br /><b class="num">1)</b> большой, крупный, рослый ([[Ζήνων]] Plat.; [[ἄνθρωπος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> большой, объемистый (τὸ [[κύτος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> длинный ([[τρίχες]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> значительный, великий (τύχαι Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μῆκος]]<br />of a [[good]] [[length]], [[tall]], Plat., Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:45, 9 January 2019
English (LSJ)
Dor. εὐμάκης [ᾱ], ες, (μῆκος)
A tall, Pl.Prm.127b, Thphr. HP3.9.2, Theoc.14.25; long, ξυστοί Jul.Or.2.60a: Comp. -έστερος Arist.PA696a17: Sup.-έστατος PPetr.2p.14 (iii B.C.), Str.5.2.5. 2 considerable, great, τύχαι E.IA595 (anap.). 3 εὔμηκες, τό, kind of balsam, Plin.HN12.114.
German (Pape)
[Seite 1081] ες, von ansehnlicher Länge, groß u. schlank; von Menschen, Plat. Parmen. 127 b, wie Rufin. 19 (V, 76); Alciphr. 3, 67; τρίχες Xen. Equ. 5, 16; Folgde, ὀφιώδη καὶ εὐμηκέστερα Arist. part. an. 7, 13; – übertr., τύχαι, großes Glück, Eur. I. A. 596.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμήκης: Δωρ. εὐμάκης ᾱ, ες, (μῆκος), ἔχων καλὸν μῆκος, ὑψηλός, Πλάτ. Παρμ. 127Β, Θεόκρ. 14. 25. - Συγκρ. -έστερος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 11· Ὑπερθ., Στράβ. 222. 3) καθόλου, μέγας, τύχαι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 596· μῆκος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10. 11.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
d’une bonne longueur, càd grand ou gros.
Étymologie: εὖ, μῆκος.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ εὐμήκης, -ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης)
1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.)
2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε
τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον, ὡραῑον καὶ εὐμήκη», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
1. συνεκδ. σημαντικός, αξιόλογος («ἐπί τ' εὐμήκεις ἥκουσι τύχας», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔμηκες
είδος βαλσάμου, ιαματικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επι-μήκης, ουρανο-μήκης].
Greek Monotonic
εὐμήκης: Δωρ. -μάκης[ᾱ], -ες (μῆκος), αυτός που έχει καλό μήκος, ψηλός, σε Πλάτ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμήκης:
1) большой, крупный, рослый (Ζήνων Plat.; ἄνθρωπος Plut.);
2) большой, объемистый (τὸ κύτος Arst.);
3) длинный (τρίχες Xen.);
4) значительный, великий (τύχαι Eur.).