διαπορθέω: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαπορθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> разрушать дотла, разорять, опустошать (Λυρνησσὸν καὶ τείχεα Θήβης Hom.; τὰ Περσῶν πράγματα Aesch.; διαπεπόρθηται [[πόλις]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> уничтожать, губить (χρήματα πάντα διεπόρθησαν Plut.): ᾤχωκ᾽, [[ὄλωλα]], διαπεπόρθημαι Soph. я безвозвратно погиб(ла). | |elrutext='''διαπορθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> разрушать дотла, разорять, опустошать (Λυρνησσὸν καὶ τείχεα Θήβης Hom.; τὰ Περσῶν πράγματα Aesch.; διαπεπόρθηται [[πόλις]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> уничтожать, губить (χρήματα πάντα διεπόρθησαν Plut.): ᾤχωκ᾽, [[ὄλωλα]], διαπεπόρθημαι Soph. я безвозвратно погиб(ла). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσω, = [[διαπέρθω]]<br />Il., Thuc.:—Pass. to be [[utterly]] [[ruined]], Trag. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 9 January 2019
English (LSJ)
A = διαπέρθω, Il.2.691, Th.6.102, D.H.8.50, etc.:—Pass., to be utterly ruined, A.Pers.714, S.Aj.896 (lyr.), E.Hel.111, Paus.7.17.1, D.C.47.45.
Greek (Liddell-Scott)
διαπορθέω: διαπέρθω, Ἰλ. Β. 691, Θουκ. 6. 102, κτλ. - Παθ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 714, Σοφ. Αἴ. 869, Εὐρ. Ἑλ. 111, καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ruiner de fond en comble, saccager, détruire.
Étymologie: διά, πορθέω.
English (Autenrieth)
= διαπέρθω, Il. 2.691†.
Spanish (DGE)
destruir, saquear Λυρνησσόν Il.2.691, προτείχισμα Th.6.102, τὴν χώραν Th.8.24, Philostr.VA 6.5, cf. Plu.Per.34, τὴν πόλιν Plu.Cam.6, cf. D.H.8.16, 50, Lib.Or.6.12, τὴν κώμην PMasp.2.2.17 (VI d.C.), τὴν Ῥώμην Plu.Num.12, τὸ στρατόπεδον Plu.Lys.11, τὰ ἀλλήλων ref. a tierras, Philostr.VA 6.11, en v. pas. πρὶν τὰ ταφρεύματα διαπορθηθῆναι D.C.47.45.5, Ἑλλὰς ... διαπορθηθεῖσα ... ὑπὸ τοῦ δαίμονος Paus.7.17.1
•en perf. estar destruido, arruinado διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ' A.Pers.714, διαπεπόρθημαι, φίλοι S.Ai.896, διαπεπόρθηται πόλις E.Hel.111.
Greek Monotonic
διαπορθέω: μέλ. -ήσω, = διαπέρθω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Παθ., καταστρέφομαι εντελώς, αφανίζομαι, σε Τραγ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πορθέω geheel verwoesten:. διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγματα de macht der Perzen ligt in puin Aeschl. Pers. 714.
Russian (Dvoretsky)
διαπορθέω:
1) разрушать дотла, разорять, опустошать (Λυρνησσὸν καὶ τείχεα Θήβης Hom.; τὰ Περσῶν πράγματα Aesch.; διαπεπόρθηται πόλις Eur.);
2) уничтожать, губить (χρήματα πάντα διεπόρθησαν Plut.): ᾤχωκ᾽, ὄλωλα, διαπεπόρθημαι Soph. я безвозвратно погиб(ла).
Middle Liddell
fut. ήσω, = διαπέρθω
Il., Thuc.:—Pass. to be utterly ruined, Trag.