νητός: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νητός:''' [[νέω]] IV] собранный в кучу, нагроможденный (χρυσὸς καὶ [[χαλκός]] Hom.). | |elrutext='''νητός:''' [[νέω]] IV] собранный в кучу, нагроможденный (χρυσὸς καὶ [[χαλκός]] Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νητός]], ή, όν [νέω4]<br />heaped, piled up, Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (νέω C)
A heaped, piled up, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο Od.2.338.
Greek (Liddell-Scott)
νητός: -ή, -όν, (νέω Β) ἐπισεσωρευμένος, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο Ὀδ. Β. 338.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
entassé, amoncelé.
Étymologie: adj. verb. de νέω⁴.
English (Autenrieth)
(νέω, νηέω): piled up, Od. 2.338†.
Greek Monolingual
(I)
νητός, -ή, -όν (Α) νηέω
ο συσσωρευμένος κάπου («ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο», Ομ. Οδ.).
(II)
νητός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει κλωσθεί, ο κλωσμένος, ο γνεσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νη- του νήθω «γνέθω» + κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
νητός: -ή, -όν (νέω Δ), συσσωρευμένος, στοιβαγμένος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
νητός: νέω IV] собранный в кучу, нагроможденный (χρυσὸς καὶ χαλκός Hom.).
Middle Liddell
νητός, ή, όν [νέω4]
heaped, piled up, Od.