στηρικτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stiriktikos
|Transliteration C=stiriktikos
|Beta Code=sthriktiko/s
|Beta Code=sthriktiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">stationary</b>, of planetary phases, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span>5.87</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[stationary]], of planetary phases, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span>5.87</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:42, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηρικτικός Medium diacritics: στηρικτικός Low diacritics: στηρικτικός Capitals: ΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stēriktikós Transliteration B: stēriktikos Transliteration C: stiriktikos Beta Code: sthriktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A stationary, of planetary phases, Procl.Hyp.5.87.

Greek (Liddell-Scott)

στηρικτικός: -ή, -όν, ὁ σταθερῶς ἐμπεπηγμένος, ἀκίνητος, Πρόκλ.· ― ὡσαύτως στηρικτός, ή, όν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 73, Ἰσίδ. 4. 26.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στηρικτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στηρίζω
νεοελλ.
κατάλληλος για στήριξη, αυτός που χρησιμεύει για στήριξη («στηρικτικά όργανα»)
μσν.
σαφής, καταφανής («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ. Σιν.)
αρχ.
(σχετικά με τις πλανητικές φάσεις) ακίνητος, στάσιμος («περὶ τῶν στηρικτικών φαντασιῶν», Πρόκλ.).
-ή, -ό, Ν
φρ. «στηρικτικός ιστός»
βοτ. μόνιμος σύνθετος ιστός τών φυτών που αποτελείται από δύο τύπους, το κολλέγχυμα και το σκληρέγχυμα.