περιστοιχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peristoichizo
|Transliteration C=peristoichizo
|Beta Code=peristoixi/zw
|Beta Code=peristoixi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">surround as with toils</b> or <b class="b2">nets</b>, of a besieging army, interpol. in <span class="bibl">Plb.8.5.2</span>, etc. ; dub. in Sm.<span class="title">Ps.</span>47(48).13, Quint.<span class="title">Ho.</span>8.13 : metaph., <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>17.2.4</span> :—Med. (fut. -ιοῦμαι <span class="bibl">D.C.50.31</span>), κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται <span class="bibl">D.4.9</span>, cf. <span class="bibl">D.C.39.3</span> :—Pass., ὑπό τινων <span class="bibl">Id.49.30</span>, al., <span class="bibl">Aristaenet.1.9</span> ; ψυχὴ π. ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>104</span> H. ; κλύδωνι φροντισμάτων <span class="bibl">Hld.7.4</span>, cf. <span class="bibl">Pall.<span class="title">in Hp.</span>2.112D.</span></span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">surround as with toils</b> or [[nets]], of a besieging army, interpol. in <span class="bibl">Plb.8.5.2</span>, etc. ; dub. in Sm.<span class="title">Ps.</span>47(48).13, Quint.<span class="title">Ho.</span>8.13 : metaph., <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>17.2.4</span> :—Med. (fut. -ιοῦμαι <span class="bibl">D.C.50.31</span>), κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται <span class="bibl">D.4.9</span>, cf. <span class="bibl">D.C.39.3</span> :—Pass., ὑπό τινων <span class="bibl">Id.49.30</span>, al., <span class="bibl">Aristaenet.1.9</span> ; ψυχὴ π. ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>104</span> H. ; κλύδωνι φροντισμάτων <span class="bibl">Hld.7.4</span>, cf. <span class="bibl">Pall.<span class="title">in Hp.</span>2.112D.</span></span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:35, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστοιχίζω Medium diacritics: περιστοιχίζω Low diacritics: περιστοιχίζω Capitals: ΠΕΡΙΣΤΟΙΧΙΖΩ
Transliteration A: peristoichízō Transliteration B: peristoichizō Transliteration C: peristoichizo Beta Code: peristoixi/zw

English (LSJ)

   A surround as with toils or nets, of a besieging army, interpol. in Plb.8.5.2, etc. ; dub. in Sm.Ps.47(48).13, Quint.Ho.8.13 : metaph., J.AJ17.2.4 :—Med. (fut. -ιοῦμαι D.C.50.31), κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται D.4.9, cf. D.C.39.3 :—Pass., ὑπό τινων Id.49.30, al., Aristaenet.1.9 ; ψυχὴ π. ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων Ph.Fr.104 H. ; κλύδωνι φροντισμάτων Hld.7.4, cf. Pall.in Hp.2.112D.

German (Pape)

[Seite 594] rings umstellen, umgeben, bes. wie der Jäger das Wild mit Stellnetzen, Pol. 8, 5, 2; auch im med., κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς περιστοιχίζεται, Dem. 4, 9; vgl. Harpocr. u. Sp., u. pass., κλύδωνι φροντισμάτων περιεστοίχιστο, Heliod. 7, 4 A.

Greek (Liddell-Scott)

περιστοιχίζω: περικυκλῶ ὡς διὰ δικτύων, ἐπὶ πολιορκοῦντος στρατεύματος, Πολύβ. 8. 5, 2, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύκλῳ πανταχῆ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται Δημ. 43. 1, πρβλ. 72. 13, Δίων Κ. 93.3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιστοιχίσαντες· περιλαβόντες».

French (Bailly abrégé)

tendre des filets tout autour ; envelopper.
Étymologie: περίστοιχος.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σειρά ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων το ένα κοντά στο άλλο
νεοελλ.
μτφ. συνοδεύω κάποιον, είμαι ο ακόλουθός του («τον περιστοιχίζουν διάφοροι κόλακες»)
αρχ.
1. (σχετικά με πολιορκούμενο στράτευμα) περιβάλλω κυκλικά σαν να περικλείω με δίχτυ
2. (κατά τον Ησύχ.) «περιστοιχίσαντες
περιλαβόντες»
3. μέσ. περιστοιχίζομαι
α) περιβάλλω, περικυκλώνω κάποιον για προσωπικό μου συμφέρον
β) μτφ. περιβάλλομαι («κινδύνοις περιστοιχιζόμενος μυρίοις», Ηλιοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στοιχίζω «βάζω στη σειρά»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-στοιχίζω en περιστιχίζω stokken rondom plaatsen.

Russian (Dvoretsky)

περιστοιχίζω:
1) возводить кругом (τεῖχος Polyb.);
2) med. перен. окружать, оцеплять (κύκλῳ τινά Dem.).