λοχαῖος: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lochaios | |Transliteration C=lochaios | ||
|Beta Code=loxai=os | |Beta Code=loxai=os | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[λόχιος]], λοχαίας ἐξ ἕδρας prob.l.in <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>846</span>, cf. <span class="bibl">Artem.5.73</span> (as v.l. for [[λοχεῖος|λοχείους]] [[δίφρος|δίφρους]]]) <b class="b3">; λ. ἔρως</b> | |Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[λόχιος]], λοχαίας ἐξ ἕδρας prob.l.in <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>846</span>, cf. <span class="bibl">Artem.5.73</span> (as v.l. for [[λοχεῖος|λοχείους]] [[δίφρος|δίφρους]]]) <b class="b3">; λ. ἔρως</b> [[clandestine]] love, <span class="title">AP</span>15.9 (Cyrus). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">bearing down</b>, like heavy ears of corn, λ. σῖτος Phot., cf. Hsch.; and so prob. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.21.5</span>, <span class="bibl">23.5</span>: hence metaph., <b class="b2">richly-blooming</b>, <span class="bibl">Arat.1057</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:55, 28 June 2020
English (LSJ)
α, ον,
A = λόχιος, λοχαίας ἐξ ἕδρας prob.l.in E.Alc.846, cf. Artem.5.73 (as v.l. for [[λοχεῖος|λοχείους]] [[δίφρος|δίφρους]]]) ; λ. ἔρως clandestine love, AP15.9 (Cyrus). II bearing down, like heavy ears of corn, λ. σῖτος Phot., cf. Hsch.; and so prob. in Thphr.CP3.21.5, 23.5: hence metaph., richly-blooming, Arat.1057.
Greek (Liddell-Scott)
λοχαῖος: -α, -ον, = λόχιος, Αρτεμίδ. 5. 73 (μετὰ διαφ. γραφῆς λοχεῖος), λ. ἔρως, κρύφιος λαθραῖος, Ἀνθ. Π. 15. 9. ΙΙ. κλίνων πρὸς τὰ κάτω, ὡς οἱ πλήρεις στάχυες σίτου, «κλινόμενος βαθὺς σῖτος» Ἡσύχ.· καὶ οὕτω. πιθ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 5, κτλ. - ἐντεῦθεν μεταφ., εὐανθής, εὐθαλής, Ἀράτου Διοσημ. 3. 5.
French (Bailly abrégé)
αία, αῖον;
I. propre aux accouchements;
II. qui se couche :
1 qui se cache comme en embuscade, clandestin, furtif;
2 ramassé (comme une troupe en embuscade), tassé, dru, serré, touffu.
Étymologie: λόχος.
Greek Monolingual
λοχαῑος, -αία, -ον (Α)
1. κρυφός, μυστικός
2. (για τα μεστά στάχια του σίτου) αυτός που γέρνει προς τα κάτω
3. αυτός που έχει άφθονα άνθη, που θάλλει
4. φρ. «λοχαῑος ἔρως» — κρυφός έρωτας
5. (κατά τον Φώτ.) «λοχαῑος σῑτος ὁ βαθύς
ἢ ὁ δι' ἐπομβρίαν κεκλιμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννημα, τόκος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. ληθ-αίος, λυγ-αίος)].
Greek Monotonic
λοχαῖος: -α, -ον, = λόχιος, μυστικός, κρυφός, λαθραίος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λοχαῖος: скрытый, тайный (ἔρως Anth.).
Middle Liddell
λοχαῖος, η, ον = λόχιος,]
clandestine, Anth.