μόρφωσις: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(1ba) |
(c2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μόρφωσις]], ιος, ἡ,<br />[[form]], [[semblance]], NTest. | |mdlsjtxt=[[μόρφωσις]], ιος, ἡ,<br />[[form]], [[semblance]], NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':mÒrfwsij 摩而賀西士<p>'''詞類次數''':名詞(2)<p>'''原文字根''':形狀(著)<p>'''字義溯源''':形成,外貌,外觀,模範,化身;源自([[μορφόω]])=成形);而 ([[μορφόω]])出自([[μορφή]])*=形像)。參讀 ([[εἶδος]])同義字參讀 ([[μορφή]])同源字<p/>'''出現次數''':總共(2);羅(1);提後(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 外貌(1) 提後3:5;<p>2) 模範(1) 羅2:20 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 2 October 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shaping, bringing into shape, σχηματισμὸς καὶ μ. τῶν δένδρων Thphr.CP3.7.4, cf. Gal.4.640, Ptol.Tetr.27, Heph. Astr.1.3. II form, semblance, Ep.Rom.2.20, 2 Ep.Ti.3.5.
German (Pape)
[Seite 209] ἡ, das Gestalten, Abbilden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μόρφωσις: ἡ, ἡ μορφὴ ἣν λαμβάνει τι, σχηματισμός, τῶν δένδρων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 4. ΙΙ. τὸ ἐξωτερικόν, τὸ φαινόμενον, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ, τὸν τύπον τῆς γνώσεως..., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 20, Β΄ πρ Τιμ. γ΄, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de donner une forme;
2 forme, figure, extérieur.
Étymologie: μορφόω.
English (Strong)
from μορφόω; formation, i.e. (by implication), appearance (semblance or (concretely) formula): form.
English (Thayer)
μορφωσεως, ἡ (μορφόω);
1. a forming, shaping: τῶν δένδρων, Theophrastus,
c. pl. 3,7, 4.
2. form; i. e.
a. the mere form, semblance: εὐσεβείας, the form befitting the thing or truly expressing the fact, the very form: τῆς γνώσεως καί τῆς ἀληθείας, Romans 2:20.
Greek Monotonic
μόρφωσις: ἡ, μορφή, όψη, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
μόρφωσις: εως ἡ
1) образ, образец (τῆς γνώσεως NT);
2) вид, видимость (εὐσεβείας NT).
Middle Liddell
μόρφωσις, ιος, ἡ,
form, semblance, NTest.
Chinese
原文音譯:mÒrfwsij 摩而賀西士詞類次數:名詞(2)
原文字根:形狀(著)
字義溯源:形成,外貌,外觀,模範,化身;源自(μορφόω)=成形);而 (μορφόω)出自(μορφή)*=形像)。參讀 (εἶδος)同義字參讀 (μορφή)同源字
出現次數:總共(2);羅(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 外貌(1) 提後3:5;
2) 模範(1) 羅2:20