περιπολάρχης: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peripolarchis | |Transliteration C=peripolarchis | ||
|Beta Code=peripola/rxhs | |Beta Code=peripola/rxhs | ||
|Definition=(Hsch. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> s.v. [[κωδωνοφορῶν]]) or περιπόλ-αρχος (<span class="title">IG</span>22.204.20, 1193, 2.1219, 1219b), ου, ὁ, (περίπολος) | |Definition=(Hsch. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> s.v. [[κωδωνοφορῶν]]) or περιπόλ-αρχος (<span class="title">IG</span>22.204.20, 1193, 2.1219, 1219b), ου, ὁ, (περίπολος) [[commander of military patrol]], <span class="bibl">Th.8.92</span>, <span class="title">IG</span> and Hsch.ll.cc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:40, 1 July 2020
English (LSJ)
(Hsch.
A s.v. κωδωνοφορῶν) or περιπόλ-αρχος (IG22.204.20, 1193, 2.1219, 1219b), ου, ὁ, (περίπολος) commander of military patrol, Th.8.92, IG and Hsch.ll.cc.
German (Pape)
[Seite 588] ὁ, Aufseher der Tag- und Nachtwache, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιπολάρχης: ἢ -αρχος, ου, ὁ, (περίπολος) ὁ ἐπόπτης ἢ ἐπιθεωρητὴς τῶν περιπόλων, Θουκ. 8. 92.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef de patrouille.
Étymologie: περίπολος, ἄρχω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
στρ. ο επικεφαλής περιπόλου αξιωματικός ή υπαξιωματικός
αρχ.
επόπτης, επιτηρητής τών στρατιωτικών περιπόλων, περιπόλαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + -άρχης (< ἄρχω)].
Greek Monotonic
περιπολάρχης: ή -αρχος, -ου, ὁ (περίπολος, ἄρχω), αρχηγός των περιπόλων, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιπολάρχης: ου ὁ = περιπόλαρχος.
Middle Liddell
περιπολ-άρχης, ορ -αρχος, ου, περίπολος, ἄρχω
a superintendent of police, Thuc.