μυρσινοειδής: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrsinoeidis | |Transliteration C=myrsinoeidis | ||
|Beta Code=mursinoeidh/s | |Beta Code=mursinoeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">myrtle-like</b>, ὄζοι <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>81</span>, cf. Gal.12.31. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Medic., | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">myrtle-like</b>, ὄζοι <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>81</span>, cf. Gal.12.31. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Medic., [[shaped like a myrtle leaf]], of an incision, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.44.23.47</span>, <span class="bibl">Aët.15.5</span>. Adv. -δῶς Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.44.8.24</span>, Gal.10.886, <span class="title">Hippiatr.</span> 16. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b3">μυρσινοειδές, τό,</b> = [[κληματίς]], Dsc.4.7.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ές,
A myrtle-like, ὄζοι h.Merc.81, cf. Gal.12.31. II Medic., shaped like a myrtle leaf, of an incision, Antyll. ap. Orib.44.23.47, Aët.15.5. Adv. -δῶς Heliod. ap. Orib.44.8.24, Gal.10.886, Hippiatr. 16. III μυρσινοειδές, τό, = κληματίς, Dsc.4.7.
German (Pape)
[Seite 222] ές, myrthenähnlich, -artig; ὄζοι, H. h. Merc. 81; Galen. im adv.
Greek (Liddell-Scott)
μυρσῐνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μυρσίνην, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 81. Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable au myrte.
Étymologie: μύρσινος, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές (Α μυρσινοειδής, -ές)
1. αυτός που είναι όμοιος με τη μυρσίνη
2. (για χειρουργική τομή) αυτή που έχει σχήμα φύλλου μυρσίνης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρσινοειδή
βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αλλ. μυρσινίδες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρσινοειδές
η κληματίδα, το κλαδί της κληματαριάς.
επίρρ...
μυρσινοειδῶς (ΑΜ)
με τρόπο μυρσινοειδή, δηλ. χειρουργ. εκτομή σε σχήμα και μέγεθος φύλλου μυρσίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος + -ειδής].
Greek Monotonic
μυρσῐνοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με μυρτιά, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
μυρσῐνοειδής: похожий на мирт, миртообразный (ὄζοι HH).