σιτομέτριον: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
(1b)
(c2)
Line 22: Line 22:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῑτομέτριον, ου, τό, [from σῑτομέτρης]<br />a [[measured]] [[portion]] of [[corn]], NTest.
|mdlsjtxt=σῑτομέτριον, ου, τό, [from σῑτομέτρης]<br />a [[measured]] [[portion]] of [[corn]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':sitomštron 需拖-姆特朗<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':穀類-量<p>'''字義溯源''':定量食糧,穀類食糧,糧食;由([[σιτίον]] / [[σῖτος]])*=穀類,麥)與([[μέτρον]])*=分量)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);路(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 糧食(1) 路12:42
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2019

German (Pape)

[Seite 886] τό, das zugemessene Getreide, Proviant, Fourage, dimensum, N. T.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. σιτόμετρον.

English (Thayer)

σιτομετριου, τό (Attic writers said τόν σῖτον μέτρειν; out of which later writers formed the compound σιτομέτρειν, Polybius 4,63, 10; Diodorus 19,50; Josephus, contra Apion 1,14, 7; σιτομετρία, Diodorus 2,41; (cf. Lob. ad Phryn., p. 383; Winer's Grammar, 25)), "a measured 'portion of' grain or 'food'": Luke 12:42. (Ecclesiastical and Byzantine writings.)

Greek Monolingual

και σιτόμετρον, τὸ, Α σιτομέτρης / -ία]
η σιτομετρία.

Greek Monotonic

σῑτομέτριον: τό, ζυγισμένη μερίδα σιτηρών, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σῑτομέτριον: τό мера хлеба или продовольственный паек NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτομέτριον -ου, τό [σιτομέτρης] graanrantsoen.

Middle Liddell

σῑτομέτριον, ου, τό, [from σῑτομέτρης]
a measured portion of corn, NTest.

Chinese

原文音譯:sitomštron 需拖-姆特朗

詞類次數:名詞(1)

原文字根:穀類-量

字義溯源:定量食糧,穀類食糧,糧食;由(σιτίον / σῖτος)*=穀類,麥)與(μέτρον)*=分量)組成

出現次數:總共(1);路(1)

譯字彙編

1) 糧食(1) 路12:42