σιδηρόχαλκος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidirochalkos | |Transliteration C=sidirochalkos | ||
|Beta Code=sidhro/xalkos | |Beta Code=sidhro/xalkos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of iron and copper]], τομή <span class="bibl">Luc. <span class="title">Ocyp.</span>96</span>, cf. Zos.Alch.<span class="bibl">p.214B.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:10, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A of iron and copper, τομή Luc. Ocyp.96, cf. Zos.Alch.p.214B.
German (Pape)
[Seite 880] von Eisen und Kupfer, τομή, Luc. Ocyp. 96.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόχαλκος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου καὶ χαλκοῦ, τομή Λουκ. Ὠκύπ. 90.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait de fer et de cuivre.
Étymologie: σίδηρος, χαλκός.
Greek Monolingual
ο / σιδηρόχαλκος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
κράμα από σίδηρο και χαλκό
αρχ.
αυτός που αποτελείται από σίδηρο και χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + χαλκός.
Greek Monotonic
σῑδηρόχαλκος: -ον, αυτός που είναι κατασκευασμένος από σίδηρο και χαλκό, τομή, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόχαλκος: сделанный из железа и меди (τομή Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρόχαλκος -ον [σίδηρος, χάλκος] van ijzer en brons. [Luc.] 74.96.