μελικτής: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meliktis | |Transliteration C=meliktis | ||
|Beta Code=melikth/s | |Beta Code=melikth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, Dor. μελι-κτάς, (<b class="b3">μελίζω</b> B) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">singer, player</b>; esp. | |Definition=οῦ, ὁ, Dor. μελι-κτάς, (<b class="b3">μελίζω</b> B) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">singer, player</b>; esp. [[fluteplayer]], <span class="bibl">Theoc.4.30</span>, <span class="bibl">Mosch.3.7</span>; cf. [[μελιστής]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:05, 28 June 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Dor. μελι-κτάς, (μελίζω B)
A singer, player; esp. fluteplayer, Theoc.4.30, Mosch.3.7; cf. μελιστής.
Greek (Liddell-Scott)
μελικτής: -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς, (μελίζω Β) ἀοιδός, μουσικός, ἰδίως αὐλητής, Θεόκρ. 4. 30, Μόσχ. 3. 7· - ὡσαύτως μελιστής.
Greek Monolingual
μελικτής, δωρ. τ. μελικτάς, ὁ (Α) μελίζω
1. αοιδός, μουσικός, τραγουδιστής
2. (ειδικά) αυλητής («ἐγὼ δέ τις εἰμὶ μελικτὰς κεὖ μὲν τά Γλαύκας ἀγκρούομαι», Θεόκρ.).
Greek Monotonic
μελικτής: -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς (μελίζω), τραγουδιστής, εκτελεστής μουσικού οργάνου, σε Θεόκρ., Μόσχ.