μετέπειτα: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [[") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μετέπειτα]], Α ιων. τ. μετέπειτεν)<br /><b>επίρρ.</b> [[κατόπιν]], αργότερα, ακολούθως («καὶ [[μετέπειτα]], θέλων κληρονομήσαι τὴν εὐλογίαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με άρθρ. ως [[επίθετο]]) <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το [[μετέπειτα]]<br />αυτός που ακολουθεί, ο [[κατοπινός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b | |mltxt=(ΑΜ [[μετέπειτα]], Α ιων. τ. μετέπειτεν)<br /><b>επίρρ.</b> [[κατόπιν]], αργότερα, ακολούθως («καὶ [[μετέπειτα]], θέλων κληρονομήσαι τὴν εὐλογίαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με άρθρ. ως [[επίθετο]]) <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το [[μετέπειτα]]<br />αυτός που ακολουθεί, ο [[κατοπινός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> οι [[μετέπειτα]]<br />οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔπειτα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A afterwards, thereafter, Il.14.310, Od.10.519, al., Hdt.1.25, 3.36, 7.7, 197: rare in early Prose, ὁ μ. χρόνος Pl.Ep.353c, cf. Arist.EN1175a9; later, OGI177.14 (Egypt, i B. C.), LXX Ju.9.5, 3 Ma.3.24, Ep.Hebr.12.17.
German (Pape)
[Seite 158] nachher, hinterdrein, πρῶτα–, μετέπειτα δέ, Od. 10, 519 u. öfter; Her. 1, 25. 7, 7; τὸν μετέπειτα χρόνον, Plat. Ep. VIII, 353 c u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετέπειτα: ἐπίρρ., μετὰ ταῦτα, κατόπιν, Ἰλ. Ξ. 310 (ἔνθα ἴδε τὸν Spitzn.), Ὀδ. Κ. 519, κ. ἀλλ.· - παρ’ Ἡροδ. (1. 25., 3. 36., 7. 7, 197) πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ὁ Ἰων. τύπος, μετέπειτεν. - Οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. εἰμὴ ἐν Ἐπιστολ. Πλάτ. 353C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 6.
French (Bailly abrégé)
adv.
plus tard, dans la suite.
Étymologie: μετά, ἔπειτα.
English (Autenrieth)
afterward.
English (Strong)
from μετά and ἔπειτα; thereafter: afterward.
English (Thayer)
adverb, from Homer down, afterward, after that: 3 Maccabees 3:24.)
Greek Monolingual
(ΑΜ μετέπειτα, Α ιων. τ. μετέπειτεν)
επίρρ. κατόπιν, αργότερα, ακολούθως («καὶ μετέπειτα, θέλων κληρονομήσαι τὴν εὐλογίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (συν. με άρθρ. ως επίθετο) ο, η, το μετέπειτα
αυτός που ακολουθεί, ο κατοπινός
2. φρ. οι μετέπειτα
οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἔπειτα.
Greek Monotonic
μετέπειτα: επίρρ., ύστερα, κατόπιν, σε Όμηρ.· Ιων. μετ-έπειτεν, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μετέπειτα: adv. потом, затем, после Hom., Her., Arst. etc.: τὸν μ. χρόνον Plat. в последующее время.
Middle Liddell
afterwards, thereafter, Hom.