κακοπονητικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(1ab)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοπονητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική [[ἕξις]] τοῡ σώματος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πονητικός]] «ο [[γεμάτος]] ταλαιπωρίες» (<span style="color: red;"><</span> <i>πονῶ</i>)].
|mltxt=[[κακοπονητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική [[ἕξις]] τοῦ σώματος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πονητικός]] «ο [[γεμάτος]] ταλαιπωρίες» (<span style="color: red;"><</span> <i>πονῶ</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:30, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπονητικός Medium diacritics: κακοπονητικός Low diacritics: κακοπονητικός Capitals: ΚΑΚΟΠΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kakoponētikós Transliteration B: kakoponētikos Transliteration C: kakoponitikos Beta Code: kakoponhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A unfit for toil, ἕξις Arist.Pol.1335b7.

German (Pape)

[Seite 1302] ή, όν, zu Strapatzen untauglich, ἕξις σώματος Arist. pol. 7, 14, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
peu propre à supporter la fatigue ou le travail.
Étymologie: κακός, πονέω.

Greek Monolingual

κακοπονητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική ἕξις τοῦ σώματος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + πονητικός «ο γεμάτος ταλαιπωρίες» (< πονῶ)].

Greek Monotonic

κᾰκοπονητικός: -ή, -όν (πονέω), αυτός που δεν μπορεί να υποστεί τους κόπους, που δεν υποφέρει τις ταλαιπωρίες, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπονητικός: непригодный к перенесению тягот, невыносливый, слабосильный (ἕξις σώματος Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπονητικός -ή -όν [κακός, πονέω] ongeschikt voor lichamelijk werk.

Middle Liddell

κᾰκο-πονητικός, ή, όν πονέω
unfit for toil, Arist.