ἀντεπεξέρχομαι: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(1a) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antepekserchomai | |Transliteration C=antepekserchomai | ||
|Beta Code=a)ntepece/rxomai | |Beta Code=a)ntepece/rxomai | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ἀντεπέξειμι]], ib.<span class="bibl">131</span>, Aristid.1.149J.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:05, 12 December 2020
English (LSJ)
A = ἀντεπέξειμι, ib.131, Aristid.1.149J.
German (Pape)
[Seite 247] (s. ἔρχομαι), dass., Thuc. 4, 131.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπεξέρχομαι: ἀντεπέξειμι, Θουκ. 4. 131, Ἀριστείδ. 1 149.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 ἀντεπεξελθών;
c. ἀντεπέξειμι.
Spanish (DGE)
1 salir a su vez al encuentro τοῖς προτέροις ἐπιστρατεύσασι Aristid.1.149
•abs. Th.4.131.
2 vengarse κακῶς παθόντα μὴ ἀντεπεξελθεῖν Chrys.M.62.114.
Greek Monolingual
(Α ἀντεπεξέρχομαι)
νεοελλ.
ανταποκρίνομαι σε ανάγκες ή υποχρεώσεις, αντιμετωπίζω με επιτυχία, τα βγάζω πέρα
αρχ.
αντεπιτίθεμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι + επεξέρχομαι. Ο τ. ανταπεξέρχομαι —με εξακολουθητική αφομοίωση του -ε-σε -α- ή από παρετυμολογική σύνδεση με το προρρηματικό από- (αντί επί)— χρησιμοποιείται συχνά αντί του ορθού αντεπεξέρχομαι].
Greek Monotonic
ἀντεπεξέρχομαι: = ἀντεπέξειμι, σε Θουκ.
Middle Liddell
= ἀντεπέξειμι, Thuc.]