verminken: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(nlel) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[ἀεικίζω]], [[αἰκίζω]], [[γυιόω]], [[διαλωβάω]], [[καταξαίνω]], [[κολοβόω]], [[πηρόω]] | |nleltext=[[ἀεικίζω]], [[αἰκίζω]], [[ἀκροτέμνω]], [[ἀκρωτηριάζω]], [[ἀμφιγυιόω]], [[ἀμφιγυιῶ]], [[ἀποκόπτω]], [[ἀποψιλόω]], [[γυιόω]], [[δῃόω]], [[διαλυμαίνομαι]], [[διαλωβάομαι]], [[διαλωβάω]], [[ἐξαλαόω]], [[καταικίζω]], [[κατακολούω]], [[καταλωβάω]], [[καταλωβῶ]], [[καταξαίνω]], [[κολοβίζω]], [[κολοβόω]], [[κολοβῶ]], [[κυλλόω]], [[κωφέω]], [[κωφῶ]], [[λωβάομαι]], [[λωβάω]], [[λωβέομαι]], [[λωβῶμαι]], [[μασχαλίζω]], [[μελοκοπέω]], [[μελοκοπῶ]], [[μωλωπίζω]], [[παρακόπτω]], [[παραπηρόω]], [[παραρθρέω]], [[παρόω]], [[πέμνω]], [[περικόπτω]], [[πηρόω]], [[πηρῶ]], [[σιφλόω]], [[ὑβρίζειν]], [[ὑβρίζω]], [[ὑβρίσδω]], [[χωλεύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:38, 19 November 2022
Dutch > Greek
ἀεικίζω, αἰκίζω, ἀκροτέμνω, ἀκρωτηριάζω, ἀμφιγυιόω, ἀμφιγυιῶ, ἀποκόπτω, ἀποψιλόω, γυιόω, δῃόω, διαλυμαίνομαι, διαλωβάομαι, διαλωβάω, ἐξαλαόω, καταικίζω, κατακολούω, καταλωβάω, καταλωβῶ, καταξαίνω, κολοβίζω, κολοβόω, κολοβῶ, κυλλόω, κωφέω, κωφῶ, λωβάομαι, λωβάω, λωβέομαι, λωβῶμαι, μασχαλίζω, μελοκοπέω, μελοκοπῶ, μωλωπίζω, παρακόπτω, παραπηρόω, παραρθρέω, παρόω, πέμνω, περικόπτω, πηρόω, πηρῶ, σιφλόω, ὑβρίζειν, ὑβρίζω, ὑβρίσδω, χωλεύω