θεριστής: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(1ab)
(c1)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θεριστής]], οῦ, [[θερίζω]]<br />a [[reaper]], harvester, Eur., Xen.
|mdlsjtxt=[[θεριστής]], οῦ, [[θερίζω]]<br />a [[reaper]], harvester, Eur., Xen.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':qerist»j 帖里士帖士<p>'''詞類次數''':名詞(2)<p>'''原文字根''':溫暖(的人)<p>'''字義溯源''':收割者,收穫者,收割的人;源自([[θερίζω]])=收割);而 ([[θερίζω]])出自([[θέρος]])=熱,夏), ([[θέρος]])又出自([[θέρος]])X*=加熱)。參讀 ([[θερίζω]])同源字<p/>'''出現次數''':總共(2);太(2)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 收割的人(2) 太13:30; 太13:39
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεριστής Medium diacritics: θεριστής Low diacritics: θεριστής Capitals: ΘΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: theristḗs Transliteration B: theristēs Transliteration C: theristis Beta Code: qeristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,= θεριστήρ, X.Hier.6.10, D.18.51, Arist.HA580b20, PCair.Zen. 292.486 (iii B.C.): θερισταί, οἱ, a satyric play of Euripides, Arg.E. Med.

German (Pape)

[Seite 1201] ὁ, = θεριστήρ; Dem. 18, 51; Arist. H. A. 6, 37 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεριστής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ θερίζων, Ξεν. Ἱερ. 6. 10. Δημ 242. 23, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 2: ― θερισταί, οἱ, σατυρικόν τι ἔργον τοῦ Εὐριπ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
moissonneur, faucheur.
Étymologie: θερίζω.

English (Strong)

from θερίζω; a harvester: reaper.

English (Thayer)

θεριστου, ὁ (θερίζω), a reaper: Bel and the Dragon , 33; Xenophon, Demosthenes, Aristotle, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. θερίστρια και θερίστρα (ΑΜ θεριστής) θερίζω
αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό
νεοελλ.
1. αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο εξολοθρευτής («ο χάρος ο θεριστής»)
2. λαϊκή ονομασία του μήνα Ιουνίου, επειδή κατ' αυτόν γίνεται ο θερισμός
αρχ.
στον πληθ. Θερισταί
τίτλος σατυρικού έργου του Ευριπίδη.

Greek Monotonic

θεριστής: -οῦ, ὁ (θερίζω), αυτός που θερίζει, ο θεριστής, δρεπανιστής, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θεριστής: οῦ ὁ жнец, косец Xen., Dem., Arst., NT.

Middle Liddell

θεριστής, οῦ, θερίζω
a reaper, harvester, Eur., Xen.

Chinese

原文音譯:qerist»j 帖里士帖士

詞類次數:名詞(2)

原文字根:溫暖(的人)

字義溯源:收割者,收穫者,收割的人;源自(θερίζω)=收割);而 (θερίζω)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θερίζω)同源字

出現次數:總共(2);太(2)

譯字彙編

1) 收割的人(2) 太13:30; 太13:39