θυηδόχος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυηδόχος]], -ον (Α)<br />(για πράγματα) αυτός που δέχεται [[θυμίαμα]] («[[θυηδόχος]] [[τράπεζα]]», ΑΠ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυη</i>-, [[μορφή]] με την οποία απαντά η λ. [[θύος]] ως α' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θυη</i>-[[πόλος]], <i>θυη</i>-[[φάγος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>, <i>παραγγελιο</i>-<i>δόχος</i>].
|mltxt=[[θυηδόχος]], -ον (Α)<br />(για πράγματα) αυτός που δέχεται [[θυμίαμα]] («[[θυηδόχος]] [[τράπεζα]]», ΑΠ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυη</i>-, [[μορφή]] με την οποία απαντά η λ. [[θύος]] ως α' συνθετικό ([[πρβλ]]. <i>θυη</i>-[[πόλος]], <i>θυη</i>-[[φάγος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>, <i>παραγγελιο</i>-<i>δόχος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:53, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1221] Weihrauch empfangend, τράπεζα Gregor. ep. (VIII, 25).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit des parfums.
Étymologie: θύος, δέχομαι.

Greek Monolingual

θυηδόχος, -ον (Α)
(για πράγματα) αυτός που δέχεται θυμίαμαθυηδόχος τράπεζα», ΑΠ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυη-, μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α' συνθετικό (πρβλ. θυη-πόλος, θυη-φάγος) + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόχος, παραγγελιο-δόχος].

Greek Monotonic

θυηδόχος: -ον (θύος, δέχομαι), αυτός που δέχεται λιβάνι, θυμίαμα σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θυηδόχος: получающий благовония, т. е. служащий для (культовых) курений (τράπεζα Anth.).

Middle Liddell

θυη-δόχος, ον θύος, δέχομαι
receiving incense, Anth.