ὁμολόγημα: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(1ba)
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁμολόγημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> признанное положение, принятое допущение Plat.;<br /><b class="num">2)</b> соглашение, договор, взаимное условие (ὁ. [[κοινόν]] Arst.).
|elrutext='''ὁμολόγημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> признанное положение, принятое допущение Plat.;<br /><b class="num">2)</b> соглашение, договор, взаимное условие (ὁ. [[κοινόν]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὁμολόγημα]], ατος, τό, [from [[ὁμολογέω]]<br />that [[which]] is agreed [[upon]], taken for granted, a [[postulate]], Plat.
|mdlsjtxt=[[ὁμολόγημα]], ατος, τό, [from [[ὁμολογέω]]<br />that [[which]] is agreed [[upon]], taken for granted, a [[postulate]], Plat.
}}
}}

Revision as of 17:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολόγημα Medium diacritics: ὁμολόγημα Low diacritics: ομολόγημα Capitals: ΟΜΟΛΟΓΗΜΑ
Transliteration A: homológēma Transliteration B: homologēma Transliteration C: omologima Beta Code: o(molo/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is agreed upon, taken for granted, postulated, Pl.Phd.93d, Grg.480b, al.    2 convention, compact, νόμος ἐστὶν ὁ. πόλεως κοινόν Arist.Rh.Al.1422a2, cf. 1424a10 ; in commerce, agreement or contract, POxy.237iv6 (ii A. D.), etc.    3 admission, ὡς . . Hyp.Ath.20.

German (Pape)

[Seite 338] τό, das Zugestandene, worüber man übereingekommen ist, Plat. Gorg. 480 b Theaet. 155 b u. öfter, u. einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολόγημα: τό, τὸ ὁμολογηθέν, Πλάτ. Φαίδων 93D, Γοργ. 480Β, κ. ἀλλ. 2) τὸ συμφωνηθὲν, συμφωνία, νόμος ... ἐστὶν ὁμ. πόλεως κοινὸν Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 2, 7, πρβλ. 3. 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de convention.
Étymologie: ὁμολογέω.

Greek Monolingual

και μολόγημα, το (Α ὁμολόγημα) ομολογώ
1. αυτό που ομολογήθηκε, η ομολογία
2. αυτό που συμφωνήθηκε, η συμφωνία
αρχ.
1. εμπορική συμφωνία, συμβόλαιο
2. καθετί που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο.

Greek Monotonic

ὁμολόγημα: -ατος, τό, αυτό που έχει συμφωνηθεί, που θεωρείται δεδομένο, αυταπόδεικτο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμολόγημα: ατος τό
1) признанное положение, принятое допущение Plat.;
2) соглашение, договор, взаимное условие (ὁ. κοινόν Arst.).

Middle Liddell

ὁμολόγημα, ατος, τό, [from ὁμολογέω
that which is agreed upon, taken for granted, a postulate, Plat.