περιπτυχής: Difference between revisions
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periptychis | |Transliteration C=periptychis | ||
|Beta Code=periptuxh/s | |Beta Code=periptuxh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">folded round</b>, φᾶρος <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>915</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">φασγάνῳ π</b>. <b class="b2">fallen around</b> (i. e. | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">folded round</b>, φᾶρος <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>915</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">φασγάνῳ π</b>. <b class="b2">fallen around</b> (i. e. [[upon]]) his sword, ib.<span class="bibl">899</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:25, 28 June 2020
English (LSJ)
ές,
A folded round, φᾶρος S.Aj.915. 2 φασγάνῳ π. fallen around (i. e. upon) his sword, ib.899.
German (Pape)
[Seite 589] ές, herumgefaltet, -gelegt, Soph. Ai. 899, ἀλλά νιν περιπτυχεῖ φάρει καλύψω, u. κεῖται κρυφαίῳ φασγάνῳ περιπτυχής, 883. Vgl. περιπετής.
Greek (Liddell-Scott)
περιπτῠχής: -ές, ὁ περιπτυσσόμενον πέριξ τινός, ἀλλά νιν περιπτυχεῖ φάρει καλύψω Σοφ. Αἴ. 915. 2) φασγάνῳ περιπτυχής, πεπτωκὼς πέριξ (δηλ. ἐπὶ) τοῦ ἑαυτοῦ ξίφους, αὐτόθι 899· πρβλ. περιπετὴς Ι. 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 plié ou roulé autour;
2 percé de, τινι.
Étymologie: περιπτύσσω.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που είναι τοποθετημένος γύρω από κάτι και το σκεπάζει εντελώς («ἀλλά νιν περιπτυχεῑ φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην», Σοφ.)
2. αυτός που έχει πέσει ολόκληρος γύρω ή πάνω σε κάτι («νεοσφαγὴς κεῑται, κρυφαίῳ φασγάνῳ περιπτυχής», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πτυχής (< πτυχή), πρβλ. κατα-πτυχής].
Greek Monotonic
περιπτῠχής: -ές (περιπτύσσω),
1. αυτός που περιβάλλει κάτι τριγύρω, σε Σοφ.
2. φασγάνῳ περιπτυχής, αυτός που πέφτει ολόγυρα (δηλ. πάνω) στο ξίφος του, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
περιπτῠχής: обвивающий, облекающий (φᾶρος Soph.): κεῖται φασγάνῳ π. Soph. (Эант) лежит с вонзившимся в него мечом.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπτυχής -ές [περιπτύσσω] gevouwen om:. φασγάνῳ περιπτυχής gevallen om zijn zwaard Soph. Ai. 899.
Middle Liddell
περιπτῠχής, ές περιπτύσσω
1. folded round, Soph.
2. φασγάνῳ π. fallen around (i. e. upon) his sword, Soph.