ἀνατρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anatreptikos
|Transliteration C=anatreptikos
|Beta Code=a)natreptiko/s
|Beta Code=a)natreptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">turning upside down, upsetting</b>, ἐπιτήδευμα . . πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>389d</span>; στομάχου Dsc.2.70; of the pulse (dub. sens.), Gal. 8.928, cf. 644; <b class="b3">οἱ ἀ. διάλογοι</b> Plato's <b class="b2">refutative</b> dialogues, as 'Euthydemus' and 'Gorgias', Thrasyll. ap. <span class="bibl">D.L.3.59</span>, cf. <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Meth.</span> 10</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">turning upside down, upsetting</b>, ἐπιτήδευμα . . πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>389d</span>; στομάχου Dsc.2.70; of the pulse (dub. sens.), Gal. 8.928, cf. 644; <b class="b3">οἱ ἀ. διάλογοι</b> Plato's [[refutative]] dialogues, as 'Euthydemus' and 'Gorgias', Thrasyll. ap. <span class="bibl">D.L.3.59</span>, cf. <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Meth.</span> 10</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:10, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατρεπτικός Medium diacritics: ἀνατρεπτικός Low diacritics: ανατρεπτικός Capitals: ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anatreptikós Transliteration B: anatreptikos Transliteration C: anatreptikos Beta Code: a)natreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A turning upside down, upsetting, ἐπιτήδευμα . . πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀ. Pl.R.389d; στομάχου Dsc.2.70; of the pulse (dub. sens.), Gal. 8.928, cf. 644; οἱ ἀ. διάλογοι Plato's refutative dialogues, as 'Euthydemus' and 'Gorgias', Thrasyll. ap. D.L.3.59, cf. Hermog.Meth. 10.

German (Pape)

[Seite 211] umkehrend, zerstörend, Plat. Rep. III, 389 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατρεπτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀνατρέπειν, καταστρεπτικός, πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀνατρεπτικόν τε καὶ ὀλέθριον Πλάτ. Πολ. 389D· οἱ ἀνατρεπτικοὶ διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, ὡς π.χ. ὁ Εὐθύδημος καὶ ὁ Γοργίας, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 59. - Ἴδε Ἱστ. Ἀρχ. Ἑλλ. Φιλολ. Δοναλσ. (μετάφρ. Βαλέτα) τόμ. Α΄, σ. 100 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui bouleverse ; στομάχου DIOSC qui soulève l’estomac ; fig. qui réfute.
Étymologie: ἀνατρέπω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I trastornado λογισμός Procop.Gaz.M.87.201B.
II 1que vuelca, que hace zozobrar c. gen. ἐπιτήδευμα εἰσάγοντα πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀνατρεπτικόν Pl.R.389d
de la leche que revuelve στομάχου Dsc.2.70
subst. τὸ ἀ. la capacidad de repeler del pulso, Gal.8.644, cf. 928.
2 refutatorio del diálogo platónico «Eutidemo», D.L.3.59, πεῦσις Hermog.Meth.10, cf. A.D.Coni.231.13.
III adv. -ῶς por refutación Epiph.Const.Haer.26.7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνατρεπτικός, -ή, -όν)
1. ικανός να προκαλεί ανατροπή, καταστρεπτικός
2. (σε πλατωνικούς διάλογους) αυτός που επιχειρεί την ανασκευή, την αναίρεση
νεοελλ.
αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει κάτι.

Greek Monotonic

ἀνατρεπτικός: -ή, -όν, αυτός που έχει τη δύναμη να ανατρέψει κάτι, με γεν., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατρεπτικός:
1) ниспровергающий, разрушительный: ἀ. τινος Plat. губительный для чего-л.;
2) опровергающий, полемический (διάλογοι Πλάτωνος Diog. L.).

Middle Liddell

[From ἀνατρέπω
likely to upset a thing, c. gen., Plat.