ῥηχός: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ῥηχός
|Medium diacritics=ῥηχός
|Low diacritics=ρηχός
|Capitals=ΡΗΧΟΣ
|Transliteration A=rhēchós
|Transliteration B=rhēchos
|Transliteration C=richos
|Beta Code=r(hxo/s
|Definition=Ionic for [[ῥαχός]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0841.png Seite 841]] ἡ, auch ῥῆχος betont, ion. statt [[ῥάχος]], Her. 7, 142.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0841.png Seite 841]] ἡ, auch ῥῆχος betont, ion. statt [[ῥάχος]], Her. 7, 142.

Latest revision as of 10:34, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηχός Medium diacritics: ῥηχός Low diacritics: ρηχός Capitals: ΡΗΧΟΣ
Transliteration A: rhēchós Transliteration B: rhēchos Transliteration C: richos Beta Code: r(hxo/s

English (LSJ)

Ionic for ῥαχός.

German (Pape)

[Seite 841] ἡ, auch ῥῆχος betont, ion. statt ῥάχος, Her. 7, 142.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ῥάχος.

Greek Monolingual

(I)
(ῥηχός) ὁ, Α
ιων. τ. βλ. ῥαχός.
(II)
-ή, -ό, θηλ. και -ιά, Ν
1. αυτός που δεν έχει βάθος, αβαθής («ρηχή θάλασσα»)
2. μτφ. επιπόλαιος, επιφανειακός, ελαφρόμυαλος
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρηχά
τα αβαθή μέρη της θάλασσας, τών οποίων το βάθος δεν υπερβαίνει το μέσο ανάστημα του ανθρώπου
4. φρ. «πνίγεται στα ρηχά» — λέγεται για κάποιον που απελπίζεται και με την παραμικρή δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ιων. ῥηχός του ῥᾱχός «ακανθώδης θάμνος, αγκαθωτά χαμόκλαδα» (βλ. και λ. ράχη)].