χερουβικός: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χερουβικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χερουβ</i>(<i>ε</i>)<i>ίμ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φύση]] και στη [[λειτουργία]] τών [[χερουβίμ]] (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ.- β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ.<br />γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν ἀναβλέψας», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[χερουβικό]](<i>ν</i>)<br />ύμνος που ψάλλεται [[πριν]] από την Μεγάλη Είσοδο (α. «να μπούνε στο [[χερουβικό]]...», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «ἄρχονται οἱ ἀναγνῶσται | |mltxt=-ή, -ό / [[χερουβικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χερουβ</i>(<i>ε</i>)<i>ίμ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φύση]] και στη [[λειτουργία]] τών [[χερουβίμ]] (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ.- β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ.<br />γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν ἀναβλέψας», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[χερουβικό]](<i>ν</i>)<br />ύμνος που ψάλλεται [[πριν]] από την Μεγάλη Είσοδο (α. «να μπούνε στο [[χερουβικό]]...», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «ἄρχονται οἱ ἀναγνῶσται τοῦ χερουβικοῡ σιγησάτω πᾱσα σὰρξ βροτεία... [[ἄλλο]] οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες...», Τυπ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα χερουβικά</i><br />οι χερουβικοί ύμνοι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «χερουβικοί ύμνοι» και «χερουβικοὶ ὕμνοι»<br /><b>εκκλ.</b> οι ειδικοί ύμνοι οι οποίοι, από τον 6ο αιώνα, αντικατέστησαν τον δέκατο τρίτο ψαλμό. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 25 March 2021
Greek (Liddell-Scott)
χερουβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν χερούβ, Μεθόδ. 360C, Κύριλλ. Ἱεροσ. 1192· χερουβικὸς θρόνος Θεόδ. Ἀγκ. 1404D, Γελάσ. 1316C· - ὁ χερουβικός ὕμνος, ὁ ᾀδόμενος κατὰ τὴν μεγάλην εἴσοδον, ἄρχεται δὲ ὧδε: οἱ τὰ χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες Ψευδοϊακώβου Λειτουργ. σ. 53· τό χερουβικόν, Ψευδογερμαν. 416D, 420Β, Κεδρ. Ι, 685, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χερουβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[χερουβ(ε)ίμ]]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση και στη λειτουργία τών χερουβίμ (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ.- β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ.
γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν ἀναβλέψας», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το χερουβικό(ν)
ύμνος που ψάλλεται πριν από την Μεγάλη Είσοδο (α. «να μπούνε στο χερουβικό...», δημ. τραγούδι
β. «ἄρχονται οἱ ἀναγνῶσται τοῦ χερουβικοῡ σιγησάτω πᾱσα σὰρξ βροτεία... ἄλλο οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες...», Τυπ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χερουβικά
οι χερουβικοί ύμνοι
4. φρ. «χερουβικοί ύμνοι» και «χερουβικοὶ ὕμνοι»
εκκλ. οι ειδικοί ύμνοι οι οποίοι, από τον 6ο αιώνα, αντικατέστησαν τον δέκατο τρίτο ψαλμό.